Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.       

 (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ!

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν».

Τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα αὐ­τῆς τῆς Κυ­ρια­κῆς εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴ μνή­μη τῶν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ κα­τε­δί­κα­σαν τὸν αἱ­ρε­σιά­ρχη Ἄ­ρει­ο καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α του. Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὴν ὑ­πέ­ρο­χη ὁ­μι­λί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἐ­φέ­σου.

Προ­φη­τι­κὰ τὰ λό­για τοῦ φλο­γε­ροῦ Ἀ­πο­στό­λου! Θὰ βγοῦν, λέ­γει στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου, μέ­σα ἀ­πὸ σᾶς τοὺς ἴ­διους «ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να», ἄν­θρω­ποι οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια γιὰ νὰ πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους τοὺς Χρι­στια­νούς.

Ποι­οὶ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια, τί ἐ­πι­τυγ­χά­νουν μὲ   τὴν  τα­κτι­κή τους, καὶ πῶς πρέ­πει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται; Στὰ τρί­α αὐ­τὰ ση­μαν­τι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως νὰ ἀ­παν­τή­σου­με.

1. ΟΙ ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΙ «ΤΩΝ ΒΑΘΕΩΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ»

«Ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να», χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­πό­στο­λο οἱ δι­α­στρο­φεῖς τῆς ἀ­λη­θεί­ας. Χω­ρὶς δὲ ἀμ­φι­βο­λί­α τέ­τοι­οι ὑ­πῆρ­ξαν πρω­τί­στως ὅ­λοι οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, τοὺς ὁ­ποί­ους ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Ὅ­λοι! Δι­ό­τι ὅ­λοι τους δι­έ­στρε­φαν τὴν ἀ­λή­θεια, ποὺ μᾶς ἀ­πε­κά­λυ­ψε ὁ Κύ­ριος καὶ ἐ­κή­ρυ­ξαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι. Ὁ Ἄ­ρει­ος, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, δί­δα­σκε ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας δὲν εἶ­ναι Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νός,  ἀλ­λὰ κτί­σμα τοῦ Θε­οῦ.  Πα­ρό­μοι­α ψεύ­δη δι­δά­σκουν καὶ οἱ ση­με­ρι­νοὶ ὀ­πα­δοί του, οἱ λε­γό­με­νοι «Μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ», οἱ Χι­λι­ο­στές. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ Πα­πι­κοὶ ἐ­πί­σης δι­α­στρο­φεῖς τῆς ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, καὶ οἱ ποι­κι­λώ­νυ­μοι Προ­τε­στάν­τες (Εὐ­αγ­γε­λι­κοί, Πεν­τη­κο­στια­νοί, Μορ­μό­νοι κ.τ.λ.) τὸ ἴ­διο, καὶ τό­σοι ἄλ­λοι ἀ­κό­μη αἱ­ρε­τι­κοί.

Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως δὲν εἶ­ναι μό­νον αὐ­τοί. Ἐ­ὰν πα­ρα­τη­ρή­σου­με προ­σε­κτι­κό­τε­ρα, θὰ δοῦ­με πὼς καὶ μέ­σα στὴν ἴ­δια τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας δὲν λεί­πουν ἐ­κεῖ­νοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι «λα­λοῦν δι­ε­στραμ­μέ­να». Καὶ μπο­ρεῖ μὲν τὶς δογ­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ως νὰ μὴ τὶς ἀμ­φι­σβη­τοῦν εὐ­θέ­ως, δι­δά­σκουν ὅ­μως ἕ­να τρό­πο ζω­ῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔρ­χε­ται σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­σή μας, οὐ­σι­α­στι­κὰ δη­λα­δὴ μὲ τὸ ἴ­διο τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ μας. Τέ­τοι­οι στὶς μέ­ρες μας ἔ­χουν φα­νεῖ πολ­λοί· ὡ­ρι­σμέ­νοι μά­λι­στα «νε­ορ­θό­δο­ξοι», μὲ τὸ πρό­σχη­μα μιᾶς δῆ­θεν βα­θύ­τε­ρης κα­τα­νό­η­ση­ς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν ἀ­κό­μη καὶ κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἀ­κά­θαρ­τα ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ πά­θη, καὶ νὰ τὰ πα­ρου­σιά­σουν σὰν ἀ­ρε­τές, ποὺ μᾶς ἑ­νώ­νουν, λέ­νε, μὲ τὸν Θε­ό.

Αὐ­τὲς ὅ­μως οἱ δῆ­θεν βα­θει­ὲς καὶ μυ­στι­κὲς δι­δα­σκα­λί­ες δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ «τὰ βα­θέ­α τοῦ σα­τα­νᾶ» (Ἀ­ποκ. β'[2] 24), ὅ­πως τὶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος, οἱ βα­θύ­τε­ρες δη­λα­δὴ πλά­νες τοῦ σα­τα­νᾶ. Πρό­κει­ται συ­νε­πῶς γιὰ φο­βε­ρὲς δι­α­στρο­φὲς τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ἐ­ξί­σου σο­βα­ρὲς μὲ αὐ­τὲς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε οἱ στό­χοι καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά τους εἶ­ναι, ὅ­πως θὰ δοῦ­με, ἀ­κρι­βῶς τὰ ἴ­δια.

2. ΣΩΤΗΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ;

Καὶ τί ἐ­πι­τυγ­χά­νουν λοι­πὸν μὲ τὶς βα­θυ­στό­χα­στες θε­ο­λο­γί­ες – τὶς ψευ­δο­φι­λο­σο­φί­ες τους δη­λα­δὴ – οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ καὶ οἱ δι­ά­φο­ροι ἄλ­λοι δι­α­στρο­φεῖς τῆς ἀ­λη­θεί­ας;

Ἐ­πι­δι­ώ­κουν, λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, νὰ πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους τοὺς πι­στοὺς καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δοὺς δι­κούς τους: «τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν», λέ­γει. Ἡ λέ­ξη «ἀ­πο­σπᾶν» εἶ­ναι πο­λὺ ἐκ­φρα­στι­κὴ ἐν προ­κει­μέ­νῳ. Δεί­χνει ὅ­τι οἱ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι κά­νουν κά­τι ἀ­νά­λο­γο μὲ αὐ­τὸν ποὺ ἁρ­πά­ζει – ἀ­πο­σπᾶ – τὸ παι­δὶ ἀ­πὸ τὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας του. Ἔ­τσι καὶ αὐ­τοὶ ἀ­πο­σποῦν τοὺς Χρι­στια­νοὺς ἀ­πὸ τὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοὺς προ­σκολ­λοῦν στὸν ἑ­αυ­τό τους. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς πα­ρα­με­ρί­ζε­ται, παύ­ει νὰ εἶ­ναι τὸ κέν­τρο καὶ συ­χνὰ γί­νε­ται κά­τι δευ­τε­ρεῦ­ον – σὰν δι­α­κο­σμη­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο – στὸ σύ­στή­μά τους.

Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὸ δεῖ αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο στὶς ἀρ­χαῖ­ες αἱ­ρέ­σεις – ἀ­να­φέ­ρα­με ἤ­δη τὸν Ἀ­ρει­α­νι­σμό, ποὺ θε­ω­ροῦ­σε τὸν Χρι­στὸ κτί­σμα τοῦ Θε­οῦ – ἀλ­λὰ καὶ στὶς σύγ­χρο­νές μας πλά­νες καὶ ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­ες. Στὸ σύ­στη­μα τῶν Χι­λια­στῶν π.χ. ὁ Χρι­στὸς θε­ω­ρεῖ­ται ἐ­πί­σης κτί­σμα τοῦ Θε­οῦ. Οἱ Πα­πι­κοὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, προ­βάλ­λον­τας τὸ δή­θεν ἀ­λά­θη­το τοῦ Πά­πα, πα­ρα­με­ρί­ζουν τὸν Χρι­στό, καὶ οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀρ­χη­γὸ καὶ κε­φαλὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θε­ω­ροῦν τὸν Πά­πα.

Μὲ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο καὶ οἱ πλα­νε­μέ­νοι, ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι, ποὺ δῆ­θεν εἶ­ναι Ὀρ­θό­δο­ξοι, συν­δέ­ουν πάν­το­τε τοὺς ὀ­πα­δούς τους μὲ τὸ ἄ­το­μό τους καὶ αὐ­το­προ­βάλ­λον­ται σὰν οἱ πιὸ γνή­σιοι ἐκ­φρα­στὲς τοῦ πνεύ­μα­τος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἐ­νῶ ἔ­χουν βά­λει στὸ πε­ρι­θώ­ριο τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του.

Σ᾿ ὅ­λες πάν­τως τὶς πε­ρι­πτώ­σεις δι­α­πι­στώ­νει κα­νεὶς πὼς οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ Χρι­στὸς κα­τα­δι­κά­ζε­ται σὲ ἐ­ξο­ρί­α! Στὴν ἄ­κρη ὁ Χρι­στός! Μι­κρὸς καὶ ἀ­σή­μαν­τος ὁ Χρι­στός! Στὴν πρώ­τη θέ­ση πάν­το­τε ὁ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λος, ἢ ὁ θε­σμὸς (π.χ. Πα­πι­κός), ἢ ἡ ἑ­ται­ρεί­α (π.χ. Ἰ­ε­χω­βά­δες). Ἀλλὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρα κα­τα­στρε­πτι­κὸ καὶ ὀ­λέ­θριο. Τί λοι­πὸν θὰ πρέ­πει νὰ γί­νει;

3. «ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ»!

Ξυ­πνῆ­στε, φω­νά­ζει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. «Γρη­γο­ρεῖ­τε»! Νὰ εἶ­σθε πνευ­μα­τι­κῶς ἄ­γρυ­πνοι, μὴ κοι­μᾶ­στε! Ἡ προ­τρο­πὴ αὐ­τὴ ἀ­πευ­θύ­νε­ται βε­βαί­ως πρω­τί­στως πρὸς τοὺς ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τοὺς πα­ρα­κι­νεῖ νὰ ἔ­χουν ἄ­γρυ­πνη φρον­τί­δα, ὥ­στε νὰ προ­φυ­λά­ξουν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὶς πλά­νες τῶν «λα­λούν­των δι­ε­στραμ­μέ­να».

Ἡ ἴ­δια ὅ­μως προ­τρο­πὴ ἀ­πευ­θύ­νε­ται καὶ σὲ ὅ­λους μας. Προ­σέ­χε­τε, λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, μὲ ποι­οὺς συν­δέ­ε­σθε. «Μὴ παν­τὶ πνεύ­μα­τι πι­στεύ­ε­τε» (Α' Ἰ­ω. δ'[4] 1), πα­ραγ­γέλ­λει καὶ ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης. Μὴ δί­νε­τε δη­λα­δὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν κα­θέ­να, ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται νὰ ἔ­χει πνευ­μα­τι­κὸ χά­ρι­σμα. «Ἀλ­λὰ δο­κι­μά­ζε­τε τὰ πνεύ­μα­τα εἰ ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στιν, ὅ­τι πολ­λοὶ ψευ­δο­προ­φῆ­ται ἐ­ξε­λη­λύ­θη­σαν εἰς τὸν κό­σμον»· νὰ ἐ­ξε­τά­ζε­τε ἑ­πο­μέ­νως μὲ προ­σο­χὴ ὅ­λους αὐ­τούς, γιὰ νὰ δεῖ­τε, ἂν πράγ­μα­τι ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι πολ­λοὶ ψευ­δο­προ­φῆ­τες βγῆ­καν στὸν κό­σμο.

Νὰ προ­σέ­χου­με ἑ­πο­μέ­νως ὅ­λοι μας, γιὰ νὰ μὴ τυ­χὸν μπλέ­ξου­με μὲ ἀν­θρώ­πους «λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να», οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν ἔ­χουν σκο­πὸ νὰ μᾶς συν­δέ­σουν μὲ τὸν Χρι­στό, ἀλ­λὰ μὲ τὸν ἑ­αυ­τό τους, νὰ μᾶς κά­νουν δη­λα­δὴ ἄ­βου­λους ὀ­πα­δούς τους.

Μνή­μη τῶν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων τῆς Α' Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Εὐ­λο­γη­μέ­νες μορ­φές! Ἔ­φθα­σαν ἐ­να­γώ­νιοι ἀ­πὸ κά­θε γω­νιὰ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, γιὰ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρουν τὸν Χρι­στὸ στὸ κέν­τρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀπ᾿ ὅ­που ὁ δαι­μο­νό­πλη­κτος Ἄ­ρει­ος ἠ­θέ­λη­σε νὰ Τὸν ἐ­ξο­ρί­σει.

Μα­κα­ρί­α ἡ μνή­μη τους! Καὶ εἴ­θε νὰ μεί­νου­με πι­στοὶ πάν­το­τε καὶ ὅ­λοι μας στὸ πνεῦ­μα τους καὶ στὴ δι­δα­σκα­λί­α τους.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.   

 (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ’ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου