Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)

(27 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἃγιοι πάντες δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρείτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι. Τοι­γα­ροῦν κα ἡ­μεῖς, το­σοῦ­τον ἔ­χον­τες πε­ρι­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν νέ­φος μαρ­τύ­ρων, ὄγ­κον ἀ­πο­θέ­με­νοι πάν­τα κα τν εὐ­πε­ρί­στα­τον ἁ­μαρ­τί­αν, δι' ὑ­πο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τν προ­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να, ἀ­φο­ρῶν­τες ες τν τς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν κα τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν.   

                                             (Ἑβρ.ια΄[11] 33 – ιβ΄[12] 2)

 ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟ!

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Δι᾿ ὑ­πο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τὸν προ­κεί­με­νον

ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να».

Κυ­ρια­κὴ τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των! Τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς προ­σφέ­ρει μί­α πα­νο­ρα­μι­κὴ θέ­α τῶν ἡ­ρω­ϊ­κῶν ἀ­γώ­νων τῶν ἀ­θλη­τῶν τῆς πί­στε­ως. Ἀ­γώ­νων ἀ­πί­στευ­των, δι­ό­τι οἱ ἥ­ρω­ες αὐ­τοὶ δὲν ἐ­πά­λε­ψαν μό­νον ἐ­ναν­τί­ον αὐ­το­κρα­τό­ρων καὶ δη­μί­ων, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες τοῦ σκό­τους, μὲ τὶς φά­λαγ­γες τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των, ποὺ πα­ρα­τά­χθη­καν ἐ­ναν­τί­ον τους.

Στὸν ἴ­διο ἡ­ρω­ϊ­κὸ ἀ­γώ­να, σ᾿ αὐ­τὸ τὸ με­γα­λει­ώ­δες καὶ ὑ­περ­κό­σμιο πρω­τά­θλη­μα μᾶς κα­λεῖ στὸ τέ­λος καὶ ὅ­λους ἐ­μᾶς τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ κεί­με­νο.

Ἂς δοῦ­με λοι­πόν: Ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας καὶ μὲ ποι­ὸν τρό­πο θὰ μπο­ρέ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς νὰ τὸν κερ­δί­σου­με.

1. ΔΡΟΜΟΣ MET᾿ ΕΜΠΟΔΙΩΝ

Τὴν εἰ­κό­να τῶν δρο­μέ­ων, ποὺ τρέ­χουν στὸ ἄ­θλη­μα τοῦ δρό­μου, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὸν ἀ­γώ­να, στὸν ὁ­ποῖ­ο μᾶς κα­λεῖ.

Καὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­γώ­νας δρό­μου ὁ ἀ­γώ­νας μας. Δρό­μου! Τοῦ πιὸ μα­κρι­νοῦ δρό­μου, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε πο­τὲ νὰ δι­α­νύ­σει ὁ ἄν­θρω­πος. Τοῦ δρό­μου, ποὺ ὁ­δη­γεῖ ἀ­πὸ τὴ γῆ στὸν Οὐ­ρα­νό. Ἤ ἑ­νὸς ἀ­κό­μη πιὸ μα­κρι­νοῦ· αὐ­τοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κι­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς δαι­μο­νι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας, καὶ φθά­νει μέ­χρι τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς Τρι­α­δι­κῆς ἀ­γά­πης, τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὶς δυ­σκο­λί­ες αὐ­τοῦ τοῦ δρό­μου; Εἶ­ναι δρό­μος μετ᾿ ἐμ­πο­δί­ων, δρό­μος στε­νὸς καὶ ἀ­νη­φο­ρι­κὸς καὶ ἀ­πό­το­μος. Δὲν εἶ­ναι κἂν δρό­μος. Εἶ­ναι κα­κο­τρά­χα­λο καὶ χορ­τα­ρι­α­σμέ­νο μο­νο­πά­τι, ποὺ κρέ­με­ται ἐ­πι­κίν­δυ­να πά­νω ἀπ᾿ τὸ χά­ος στὶς ἄ­κρες γκρε­μῶν.

Δρό­μος μετ᾿ ἐμ­πο­δί­ων. Τί ἐμ­πό­δια ἀ­λή­θεια! Καὶ ἡ σάρ­κα προ­δί­δει, καὶ τὰ πά­θη ἐ­πα­να­στα­τοῦν, καὶ ὁ κό­σμος καγ­χά­ζει, καὶ οἱ ἐ­χθροὶ πα­ρα­μο­νεύ­ουν. Σὲ κά­θε βῆ­μα, κά­θε στιγ­μή, ἡ­μέ­ρα καὶ νύ­χτα οἱ κίν­δυ­νοι κα­ρα­δο­κοῦν. «Στε­νὴ ἡ πύ­λη καὶ τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁ­δὸς ἡ ἀ­πά­γου­σα εἰς τὴν ζω­ὴν» (Ματθ. ζ'[7] 14). Καὶ ἡ πόρ­τα στε­νή, καὶ ὁ δρό­μος, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, γε­μά­τος δυ­σκο­λί­ες καὶ κιν­δύ­νους.

Ναί, αὐ­τὸς εἶ­ναι σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ὁ ἀ­γώ­νας μας. Τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να τώ­ρα τὰ γνω­ρί­ζει ὁ κα­θέ­νας μας. Ξέ­ρου­με πό­σο δύ­σκο­λο εἶ­ναι νὰ ζοῦ­με σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Νὰ εἴ­μα­στε τί­μιοι στὶς συ­ναλ­λα­γές μας, εἰ­λι­κρι­νεῖς με­τα­ξύ μας, συ­νε­πεῖς στὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις μας. Νὰ προ­σέ­χου­με τὰ μά­τια μας, νὰ χα­λι­να­γω­γοῦ­με τὶς αἰ­σθή­σεις μας ὅ­λες, νὰ συγ­κρα­τοῦ­με τὴ γλώσ­σα μας, νὰ δα­μά­ζου­με τὸν θυ­μό μας, νὰ ἀ­γα­ποῦ­με αὐ­τοὺς ποὺ μᾶς ἀν­τι­πα­θοῦν, νὰ εὐ­ερ­γε­τοῦ­με αὐ­τοὺς ποὺ μᾶς ἀ­δι­κοῦν, νὰ μὴ φθο­νοῦ­με, νὰ μὴ ζη­λεύ­ου­με, νὰ συγ­χω­ροῦ­με, νὰ ὑ­πο­μέ­νου­με τὶς θλί­ψεις, νὰ μὴ ὑ­πο­κύ­πτου­με στοὺς πει­ρα­σμούς, νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στὶς ἐ­πι­θέ­σεις τῶν δαι­μό­νων, ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κουν μὲ κά­θε τρό­πο νὰ ἁρ­πά­ξουν τὴν ψυ­χή μας, νὰ νι­κή­σουν!

Νὰ νι­κή­σουν; Θὰ εἶ­ναι φο­βε­ρό! Καὶ δὲν πρέ­πει πο­τὲ κά­τι τέ­τοι­ο νὰ συμ­βεῖ! Ἐ­μεῖς θὰ πρέ­πει νὰ νι­κή­σου­με! Πῶς λοι­πὸν αὐ­τὸ θὰ τὸ πε­τύ­χου­με;

2. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δυ­σκο­λί­ες τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν μιὰ ἀ­τμό­σφαι­ρα με­λαγ­χο­λί­ας στὴν ψυ­χή μας, καὶ νὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με: Εἶ­ναι δυ­να­τὸν μὲ τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες νὰ νι­κή­σου­με;

Λοι­πόν, τὸ ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι δι­και­ο­λο­γη­μέ­νο, καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ΟΧΙ. Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­κή­σει σ᾿ αὐ­τὸν τὸν ἀ­γώ­να μὲ μό­νες τὶς δι­κές του δυ­νά­μεις. ΚΑΝΕΝΑΣ! Ναί, ἀλ­λὰ μὲ τὴν Χά­ρη καὶ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, ἀ­κό­μη καὶ αὐ­τὸ τὸ ἀ­κα­τόρ­θω­το, γί­νε­ται κα­τορ­θω­τό. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως ὁ ἀ­γώ­νας μας ὄ­χι μό­νο γί­νε­ται εὔ­κο­λος, ἀλ­λὰ καὶ χα­ρού­με­νος, δι­ό­τι ὅ­που ὑ­πάρ­χει καὶ μέ­νει ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ἐ­κεῖ ὅ­λα με­τα­βάλ­λον­ται σὲ Πα­ρά­δει­σο, καὶ ὁ δρό­μος ποὺ πρὶν φαι­νό­ταν σκλη­ρὸς καὶ με­λαγ­χο­λι­κός, τώ­ρα γί­νε­ται εὐ­λο­γη­μέ­νος, καὶ ἡ κο­πι­α­στι­κὴ πο­ρεί­α πα­νη­γύ­ρι!

Ὁ­πό­τε ποῦ εὑ­ρί­σκε­ται τὸ πρό­βλη­μα; Τὸ πρό­βλη­μα βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς στὸ νὰ θέ­λου­με νὰ δε­χό­μα­στε τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μὲν πρό­θυ­μος νὰ προ­σφέ­ρει τὴν Χά­ρη Του σὲ ὅ­λους, κα­νέ­ναν ὅ­μως δὲν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ τὴν δε­χθεῖ. Ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας ἐ­λευ­θε­ρί­α, τὸ ἂν θὰ θε­λή­σου­με νὰ τὴν ζη­τή­σου­με, καὶ βέ­βαι­α νὰ τὴν δε­χθοῦ­με μό­λις μᾶς δο­θεῖ.

Ὅ­λο συ­νε­πῶς τὸ μυ­στι­κό του πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος βρί­σκε­ται σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο: στὸ ἐ­ὰν καὶ κα­τὰ πό­σο ζη­τοῦ­με καὶ δε­χό­μα­στε τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει αὐ­τὸ πο­λὺ ἔν­το­να στὸ κεί­με­νό μας. Μᾶς πα­ραγ­γέλ­λει νὰ τρέ­χου­με μὲ ὑ­πο­μο­νὴ στὸν δρό­μο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος «ἀ­φο­ρῶν­τες», λέ­γει, «εἰς τὸν τῆς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν», ἔ­χον­τας δη­λα­δὴ στραμ­μέ­να τὰ μά­τια μας πρὸς τὸν Κύ­ριο, ὁ Ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς πί­στε­ως, καὶ Αὐ­τὸς ὁ Ὁ­ποῖ­ος μας τε­λει­ο­ποι­εῖ σ᾿ αὐ­τήν. Ἔ­χον­τας στραμ­μέ­να τὰ μά­τια μας πρὸς τὸν Κύ­ριον, για­τί; Ὄ­χι μό­νο γιὰ νὰ ἐμ­πνευ­σθοῦ­με ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μά Του, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ λά­βου­με αὐ­τὴν τὴν Χά­ρη καὶ βο­ή­θεια, ποὺ τό­σο ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη.

ΑΦΟΡΩΝΤΕΣ!... Ὑ­πέ­ρο­χη ἔκ­φρα­ση! Ἔ­χον­τας στραμ­μέ­νο τὸ βλέμ­μα στὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πα­νί­σχυ­ρο ὅ­πλο, μὲ τὸ Ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­με νὰ νι­κή­σου­με καὶ τὰ πά­θη καὶ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες τοῦ σκό­τους. Ναί, θὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς, θὰ κά­νου­με ὅ,τι μπο­ροῦ­με, θὰ δεί­χνου­με τὸ φι­λό­τι­μό μας, θὰ προ­σπα­θοῦ­με. Αὐ­τὸ εἶ­ναι καὶ σω­στὸ καὶ ἀ­πα­ραί­τη­το. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­πὸ μό­νο του δὲν φτά­νει. Γιὰ νὰ νι­κή­σου­με, ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴν Χά­ρη. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὰ μά­τια μας θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι δια­ρκῶς στραμ­μέ­να πρὸς Ἐ­κεῖ­νον, ποὺ δὲν εἶ­ναι μα­κριά μας, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του εἶ­ναι πα­ρών. Γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με καὶ ἐ­μεῖς μα­ζὶ μὲ τὸν φλο­γε­ρὸ ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο: «Πάν­τα ἰ­σχύ­ω ἐν τῷ ἐν­δυ­να­μοῦν­τί με Χρι­στῷ» (Φι­λιπ. δ'[4] 13). Τὰ πάν­τα κα­τορ­θώ­νω μὲ τὴ δύ­να­μη, ποὺ μοῦ δί­νει ἡ ἕ­νω­σή μου μὲ τὸν Χρι­στό!

Ἀ­δελ­φοί, ἡ στρο­φή μας αὐ­τὴ πρὸς τὸν Κύ­ριον ἔ­χει καὶ μιὰ ἐ­πι­πλέ­ον ση­μα­σί­α ἀ­πὸ αὐ­τήν, ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με. Ὅ­τι εἶ­ναι ταυ­το­χρό­νως καὶ στρο­φὴ πρὸς τὸ τέρ­μα τοῦ δρό­μου, στὸν ὁ­ποῖ­ο τρέ­χου­με. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος, ποὺ ἔ­κο­ψε τὸ νῆ­μα αὐ­τοῦ τοῦ δρό­μου. Καὶ τώ­ρα ὄ­χι μό­νο μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει, ἀλ­λὰ καὶ πε­ρι­μέ­νει ἐ­κεῖ στὸ τέ­λος, γιὰ νὰ μᾶς στε­φα­νώ­σει.

Ἐ­κεῖ λοι­πὸν νὰ εἴ­μα­στε στραμ­μέ­νοι. ΕΚΕΙ! Νὰ μὴν ἀ­φή­νου­με νὰ μᾶς πνί­γουν τὰ ἐμ­πό­δια τοῦ δρό­μου. Νὰ μὴν στε­κό­μα­στε στὶς μι­κρο­δυ­σκο­λί­ες, στὶς τα­λαι­πω­ρί­ες, στοὺς κό­πους τοῦ ἀ­γῶ­νος. Ἀλ­λὰ νὰ ἔ­χου­με τὸ βλέμ­μα μας στη­ριγ­μέ­νο ἐ­κεῖ! Ἐ­κεῖ, στὸ τέ­λος τοῦ δρό­μου, στὴν ἄ­πει­ρη χα­ρὰ καὶ δό­ξα, τὴν ὁ­ποί­α ἤ­δη προ­α­πο­λαμ­βά­νουν οἱ Ἅ­γιοι Πάν­τες, καὶ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χου­με κλη­θεῖ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με ὅ­λοι μας. Ἀ­μήν!

(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Επεν Κύριος τος αυτο μαθητας. Πς ον ­στις ­μο­λο­γ­σει ν ­μο μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ­μο­λο­γ­σω κ­γ ν α­τ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος· ­στις δ' ν ρ­ν­ση­τα με μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ρ­ν­σο­μαι α­τν κ­γ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος. φι­λν πα­τ­ρα μη­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα φι­λν υ­ν θυ­γα­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα ς ο λαμ­β­νει τν σταυ­ρν α­το κα ­κο­λου­θε ­π­σω μου, οκ ­στι μου ­ξι­ος. Ττε ­πο­κρι­θες Πτρος ε­πεν α­τ· ­δο ­μες ­φ­κα­μεν πν­τα κα ­κο­λου­θ­σα­μν σοι· τ ­ρα ­σται ­μν; δ ­η­σος ε­πεν α­τος· ­μν λ­γω ­μν ­τι ­μες ο ­κο­λου­θ­σαν­τς μοι, ν τ πα­λιγ­γε­νε­σ­, ­ταν κα­θ­σ υ­ς το ν­θρ­που ­π θρ­νου δ­ξης α­το, κα­θ­σε­σθε κα ­μες ­π δ­δε­κα θρ­νους κρ­νον­τες τς δ­δε­κα φυ­λς το σ­ρα­λ. κα πς ς ­φ­κεν ο­κ­ας ­δελ­φος ­δελ­φς πα­τ­ρα μη­τ­ρα γυ­ναῖ­κα τ­κνα ­γρος ­νε­κεν το ὀ­νό­μα­τός μου, ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται κα ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σει. Πολ­λοὶ δ ἔ­σον­ται πρῶ­τοι ἔ­σχα­τοι κα ἔ­σχα­τοι πρῶ­τοι.               

   (Ματθ.ι΄[10] 32 – 33, 37 – 38, ιθ΄[19] 27 – 30)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε Κύ­ριος στούς μα­θη­τές του. Κα­θέ­νας πού θὰ μὲ ὁ­μο­λο­γή­σει ὡς Σω­τή­ρα του καὶ Θε­ὸ του μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους πού κα­τα­δι­ώ­κουν τὴν πί­στη μου, θὰ τὸν ὁ­μο­λο­γή­σω κι ἐ­γώ ὡς δι­κό μου πι­στὸ μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ μὲ ἀρ­νη­θεῖ ὡς Θε­άν­θρω­πο Σω­τή­ρα μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τὸν θὰ τὸν ἀρ­νη­θῶ κι ἐ­γώ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω ὡς δι­κό μου μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­γα­πᾶ τὸν πα­τέ­ρα του ἢ τὴ μη­τέ­ρα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, καὶ μὲ ἀρ­νεῖ­ται γιὰ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό τους γο­νεῖς του, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸ γιό του ἢ τὴν κό­ρη του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιος νὰ λέ­γε­ται μα­θη­τής μου. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ δὲν παίρ­νει τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ὑ­πο­στεῖ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το καὶ δὲν ἀ­κο­λου­θεῖ πί­σω μου μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή, δὲν μι­μεῖ­ται δη­λα­δὴ σὲ ὅ­λα τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Νά, ἐ­μεῖς ὅ­λα τὰ ἀ­φή­σα­με καὶ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­με. Τί ἄ­ρα­γε θὰ μᾶς δο­θεῖ ὡς ἀ­μοι­βή; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι ἐ­σεῖς πού μὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­τε, ὅ­ταν ξα­να­γεν­νη­θεῖ ὁ κό­σμος καὶ θὰ ἔ­χει συν­τε­λε­σθεῖ ἡ ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, ὁπό­τε θὰ  κα­θί­σει ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἄν­θρω­που σὲ θρό­νο λαμ­πρό, ἀν­τά­ξιο τῆς δό­ξας του, θὰ κα­θί­σε­τε κι ἐ­σεῖς σὲ δώ­δε­κα θρό­νους δι­κά­ζον­τας τὶς δώ­δε­κα φυ­λὲς το­ῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καὶ κα­θέ­νας πού ἄ­φη­σε σπί­τια ἢ ἀ­δελ­φοὺς ἢ ἀ­δελ­φὲς ἢ πα­τέ­ρα ἢ μη­τέ­ρα ἢ γυ­ναῖ­κα ἢ παι­διὰ ἢ χω­ρά­φια γιὰ νὰ μεί­νει ἑ­νω­μέ­νος καὶ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πὸ μέ­να, θὰ πά­ρει ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρα σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Πολ­λοὶ μά­λι­στα πού εἶ­ναι στὸν κό­σμο αὐ­τὸ πρῶ­τοι, θὰ εἶ­ναι στὸν ἄλ­λο κό­σμο τε­λευ­ταῖ­οι, καὶ πολ­λοὶ τε­λευ­ταῖ­οι θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ πρῶ­τοι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου