Ἦταν,
τελικά, τοῦ Θεοῦ μεγάλο δῶρο τοῦτο: Νά ᾿χει στὸν κόσμο σταυρό· ἄνδρα
σκληρὸ καὶ ἀτίθασο, ὅλο πίκρα, ἀντίδραση. Δὲν ἦταν τέτοιος ὁ Δημήτρης,
ὅταν τὸν πρωτογνώρισε. Ἤρεμος ἦταν· γλυκύς, εὐγενής. Ἀλλὰ τί τὰ θές;
Βάσανα, κόποι καὶ χρέη πολλά, ἂν καὶ εἶχε καλὸ μισθὸ Διευθυντοῦ τῆς
ΔΕΗ. Ἔφταιγε γιὰ ὅλα ἐκεῖνο τὸ ἔρμο τὸ πάθος ποὺ εἶχε τελευταία ἀποκτήσει,
ποὺ τοῦ ΄τρωγε τόσα λεφτὰ καὶ τὸ σῶμα του τό ᾿φθειρε: ἔπινε. Κάποια
βράδια μάλιστα γινόταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος γιὰ τὰ τέσσερα παιδιά του,
ποὺ ἦταν ὅλα τους τόσο καλόγνωμα. Ὤ! ἂν ἔλειπε ἡ Εὐτυχία, ἡ χρυσή του
γυναίκα, δὲν θὰ μποροῦσε τοῦτο τὸ σπίτι νὰ ζήσει. Ἔκανε τόση ὑπομονὴ
αὐτὴ ἡ γυναίκα! Τὶς δύσκολες ὧρες τῶν ἐκρήξεων ἔκλεινε πάντα τὸ στόμα
της. Τότε ἄνοιγε ἡ Εὐτυχία διάλογο μὲ τὸν Ἕνα, τῆς καρδιᾶς της τὸν πλοῦτο.
Καὶ ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός, ποὺ καὶ μόνο ἡ θέα του
τὴν ὅπλιζε μὲ τέτοια ἀντοχή, ὥστε καὶ αὐτὴ ἀποροῦσε.
Κατάφερνε ἡ Εὐτυχία μὲ τὴν πίστη
της νὰ σβήνει γρήγορα τὶς φωτιὲς ἀπὸ τὶς φωνὲς τοῦ συζύγου. Ἔτρεχε
κατόπιν στὰ μικρά της, τὰ φοβισμένα. Μὲ λόγια στοργῆς τὰ γαλήνευε. Πάντα
τὰ στήριζε. Ποτὲ δὲν γκρέμιζε στῆς λεπτῆς τους καρδιᾶς τὰ βάθη τὸ κύρος
τοῦ πατέρα τους.
Τὰ χρόνια πέρασαν. Τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν.
Ἔκαναν δικές τους φωλιές. Διάλεξαν καλοὺς γαμπροὺς καὶ νυφάδες· ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν πρῶτο, τὸν Μάρκο της. Ἡ Εὐτυχία πάντα σεβόταν τοὺς δρόμους καὶ
τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς τῶν παιδιῶν της. Ἔστεκε δίπλα τους μὲ διάκριση
λεπτή. Τὰ δεχόταν στὸ σπίτι μὲ ἀγάπη πολλή, ὅποτε τό ᾿θελαν· καὶ παιδιὰ
καὶ νύφες καὶ ἐγγόνια. Πέντε τὰ εἶχε καὶ χαιρόταν μαζί τους. Ἀπὸ κοντὰ
καὶ ὁ Δημήτρης, καὶ παπποὺς τώρα. Ἔβλεπαν τὰ παιδιὰ κεῖνες τὶς ὧρες τὴν
Εὐτυχία τὴ μάνα τους στὰ μάτια κι ἔνιωθαν πὼς ὁ πικρός της ὁ πόνος ἀκόμα
δὲν εἶχε στεγνώσει. Θυμόνταν χωρὶς νὰ τὸ λένε ὅσα εἶχαν βιώσει στὰ μαθητικά
τους χρόνια, τὶς ἀπίστευτες ὧρες μὲ τὶς φωνὲς καὶ βλαστήμιες τοῦ πατέρα.
Γι᾿ αὐτὸ φρόντιζαν καὶ ἔφευγαν γρήγορα. Μὴ μείνουν ἀργὰ καὶ τύχει νὰ
δοῦν τὰ παιδιά τους τοῦ παπποῦ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ πάθος. Καὶ ὅταν ἔφευγαν ὅλοι,
παιδιὰ καὶ ἐγγόνια, ἡ γιαγιὰ Εὐτυχία πονοῦσε πολύ. Ἄνθρωπος ἦταν καὶ
αὐτή. Πόσο ἀκόμη ἀτσάλι ἀντοχῆς νὰ εἶχε ἡ καρδιά της;
Συνέχιζε λοιπόν, ἂς εἶχαν περάσει
τὰ χρόνια, τὸν μεγάλο ἀνήφορο, τὸν σκληρὸ Γολγοθᾶ της· μέσα σὲ χρέη καὶ
φτώχεια καὶ γκρίνια. Ἦταν κάποια βράδια ποὺ ὁ πειρασμὸς τὴν τυραννοῦσε.
Πόσο θὰ ἀντέξεις; τῆς ἔλεγε. Βγάλε
του ἐπιτέλους φωνή. Τόσα πικρὰ καὶ ἄδικα λόγια σοῦ λέει. Τόσο πλήγωμα
καὶ τραῦμα βαθὺ προξενεῖ στὴν ψυχή σου. Ἀλλὰ ὄχι. Δὲν ἄφηνε αὐτὲς τὶς φωνὲς
ποὺ μ᾿ ἀγκάθια αἰχμηρὰ ἔπνιγαν τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς νίκης τὰ ρόδα. Ὅταν
ὅλα ἡσύχαζαν καὶ ὁ σύζυγός της κοιμόταν βαθιά, λέγοντας μέσα της τὴν
«εὐχὴ» πήγαινε ἁπαλά-ἁπαλὰ καὶ τὸν σταύρωνε. Τὸ πρωὶ τοῦ ᾿δινε ἁγιασμό.
Τὸν ἔπινε ἐκεῖνος χωρὶς ν᾿ ἀντιδρᾶ. Τότε ἡ Εὐτυχία τὰ ξεχνοῦσε ὅλα
τὰ πικρά του καὶ βλάσφημα λόγια.
Πόσες ἦταν οἱ φορὲς ποὺ τὸν συνόδευε
σὲ γιατροὺς καὶ Νοσοκομεῖα! Ἄλλωστε τόσες ἀρρώστιες τὸν ἔζωναν. Σὰν
ἄγγελος πάντα πρόσχαρα αὐτὴ ἡ γυναίκα δὲν ἔπαυε στοργικὰ νὰ βοηθᾶ
καὶ νὰ τὸν στηρίζει. Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ ἡ σκληρὴ καρδιὰ τοῦ Δημήτρη ἄρχιζε
νὰ μαλακώνει καὶ στὰ μάτια του κρυφὰ κάποια δάκρυα μυστικὰ νὰ κυλοῦν.
Δὲν μποροῦσε νὰ μὴ γίνει τὸ θαῦμα. Τὸ θυμᾶται ὁ Δημήτρης. Ἔγινε τώρα
κοντά.
Σὲ Νοσοκομεῖο συνέβη. Νύχτα ἦταν
ποὺ ἄκουσε μέσα του κάποια φωνή. Κάτι σὰν ψίθυρο. Ἦταν ἀγγέλου φωνή;
ἦταν Θεοῦ; Ποῦ νὰ τὸ ξέρει. Πάντως κεῖνα τὰ λόγια χαράχθηκαν βαθιὰ στὴν
καρδιά του κείνη τὴ νύχτα: «Δημήτρη, ἔχεις δίπλα σου χρυσὸ θησαυρό. Μὴ
βασανίζεις ἄλλο τὴν καλή σου γυναίκα. Θεῖο δῶρο, οὐράνιο εἶναι γιὰ σένα...»
Αὐτὸ ἦταν. Ἀπὸ τότε μαλάκωσε ἡ καρδιά
του.
–Εὐτυχία μου, τῆς λέει μία ἡμέρα
μὲ σπασμένη φωνή, συγχώρησέ με. Ὅλα τοῦτα τὰ χρόνια ἤμουνα βάσανό σου
πικρό. Θέλω γρήγορα ἐξομολόγο παπὰ νὰ βρεῖς, νὰ μιλήσω, νὰ πῶ, νὰ ἠρεμήσω.
Καὶ ἔγινε σύντομα τὸ θαῦμα. Ὁ Δημήτρης
ἐξομολογήθηκε, γαλήνεψε, ἄλλαξε. Τό ᾿βλεπαν τοῦτο τὸ θαῦμα τὰ παιδιά.
Δὲν ἦταν ἔτσι πρὶν ὁ δικός τους πατέρας.
Μιὰ μέρα ὁ Γιάννης, ὁ δεύτερός της
γιός, σὲ κάποια ἐπίσκεψη δὲν ἄντεξε καὶ τό ᾿πε κρυφὰ στὴ μητέρα:
–Δὲν μοῦ λές, μάνα, τί συμβαίνει μὲ
τὸν μπαμπά; τὸν ἔκανες θρῆσκο;
–Ὄχι ἐγώ, καλό μου παιδί. Κάποιος
Ἄλλος τοῦ ἄλλαξε τρόπο καὶ σκέψη.
–Ναί, ἀλλὰ κι ἐσύ, μάνα, τὸν ἄλλαξες.
Θὰ σ᾿ τὸ πῶ. Δὲν ξεχνῶ, θὰ σ᾿ τὸ πῶ. Σὲ θυμᾶμαι τὴ συγκεκριμένη ἡμέρα.
Κάθε Παρασκευὴ ἦταν ποὺ ζύμωνες τὸ πρόσφορο καὶ θυμιάτιζες ἔπειτα
ὅλο τὸ σπίτι κι ἐμᾶς. Ἔτσι παίρναμε κεῖνο τὸ ἄρωμα τῆς μεγάλης σου ἀπροσποίητης
πίστεως, καθὼς σὲ βλέπαμε νὰ σκύβεις μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα καὶ νὰ μιλᾶς
μυστικά. Τί νὰ ἔλεγες ἐκεῖ μπροστὰ στὸν Θεό; Τὸν ἄλλαξες τὸν πατέρα μας
μὲ τὴν προσευχή σου, τὴν ὑπομονή σου, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν πίστη.
–Ὄχι ἐγώ, ὁ Θεὸς τὸν μαλάκωσε, Γιάννη.
Δικό του εἶναι τὸ θαῦμα...
Ὅμως ὅση καὶ ἂν εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ,
ὑπάρχει κάτι ποὺ «τρώει» ἀκόμη τὴν καρδιὰ τῆς Εὐτυχίας. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ
πουθενὰ νὰ τὸ πεῖ· παρὰ μονολογεῖ:
«Εὐτυχία, τί θὰ ἀπογίνεις ἐσὺ
μόνη, ἂν φύγει μπροστὰ ἀπὸ σένα ὁ Δημήτρης γιὰ τὴν ἄλλη ζωή; Πῶς θὰ ζήσεις
μὲ τόσα δυσβάσταχτα χρέη; Σπίτι δὲν ἔχεις νὰ μείνεις. Νά, ὅλα τὰ σκόρπισες
σὲ γιατροὺς καὶ σὲ φάρμακα, σὲ δόσεις γραμματίων καὶ ἐνοίκια».
Ὅμως ἦρθε ἡ λύση. Πρὶν κἂν μιλήσει
στὸν Θεὸ γιὰ τὸ πρόβλημα, ἦρθε ἀπάντηση θεία. Θαῦμα καὶ τοῦτο καινούργιο;
Ἡ νύφη της ἡ Θεανώ, τοῦ πρώτου παιδιοῦ
τους τοῦ Μάρκου ἡ γυναίκα, ποὺ συνήθως δὲν ἤθελε σχέσεις μαζί της καὶ συχνὰ
τὴν παρεξηγοῦσε, ἔτσι ἀπρόσμενα τὴν πῆρε τηλέφωνο.
–Μάνα, τῆς λέει, ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ἔλεγε
ἔτσι. Μάνα, μὴ σκέφτεσαι τὸ μετά. Μὲ τὸν Μάρκο συμφωνήσαμε καὶ σ᾿ τὸ λέω
ἐγὼ μὲ χαρά: στὸ δικό μας τὸ νέο σπίτι θὰ ζήσεις, ὅταν φύγει ὁ παππούς.
Μὲ μᾶς καὶ τὰ δύο σου ἐγγονάκια. Σὲ δωμάτιο ξεχωριστὸ θὰ εἶσαι ἐσύ.
Τὸ ἑτοιμάζουμε γιὰ σένα. Νὰ ἀπολαύσεις ὅσα χρόνια θὰ ζήσεις ὅ,τι δὲν
χάρηκες σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν σ' τὸ κρύβω. Μᾶς νίκησες, μάνα. Μὲ τὴ δική
σου σιωπή, μὲ τὴν ἀληθινή σου πίστη καὶ τὴν ἁγία σου ὐπομονή!
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο
ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2244, 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021, σελ. 261–262
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου