Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

ἀ­λη­θι­νὴ ἱ­στο­ρί­α «Μᾶς νί­κη­σες, μά­να»

 



    Ἦ­ταν, τε­λι­κά, τοῦ Θε­οῦ με­γά­λο δῶ­ρο τοῦ­το: Νά ᾿χει στὸν κό­σμο σταυ­ρό· ἄν­δρα σκλη­ρὸ καὶ ἀ­τί­θα­σο, ὅ­λο πί­κρα, ἀν­τί­δρα­ση. Δὲν ἦ­ταν τέ­τοι­ος ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­ταν τὸν πρω­το­γνώ­ρι­σε. Ἤ­ρε­μος ἦ­ταν· γλυ­κύς, εὐ­γε­νής. Ἀλλὰ τί τὰ θές; Βά­σα­να, κό­ποι καὶ χρέ­η πολ­λά, ἂν καὶ εἶ­χε κα­λὸ μι­σθὸ Δι­ευ­θυν­τοῦ τῆς ΔΕΗ. Ἔ­φται­γε γιὰ ὅ­λα ἐ­κεῖ­νο τὸ ἔρ­μο τὸ πά­θος ποὺ εἶ­χε τε­λευ­ταί­α ἀ­πο­κτή­σει, ποὺ τοῦ ΄τρω­γε τό­σα λε­φτὰ καὶ τὸ σῶ­μα του τό ᾿φθει­ρε: ἔ­πι­νε. Κά­ποι­α βρά­δια μά­λι­στα γι­νό­ταν ὁ φό­βος καὶ ὁ τρό­μος γιὰ τὰ τέσ­σε­ρα παι­διά του, ποὺ ἦ­ταν ὅ­λα τους τό­σο κα­λό­γνω­μα. Ὤ! ἂν ἔ­λει­πε ἡ Εὐ­τυ­χί­α, ἡ χρυ­σή του γυ­ναί­κα, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε τοῦ­το τὸ σπί­τι νὰ ζή­σει. Ἔ­κα­νε τό­ση ὑ­πο­μο­νὴ αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα! Τὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες τῶν ἐ­κρή­ξε­ων ἔ­κλει­νε πάν­τα τὸ στό­μα της. Τό­τε ἄ­νοι­γε ἡ Εὐ­τυ­χί­α δι­ά­λο­γο μὲ τὸν Ἕ­να, τῆς καρ­διᾶς της τὸν πλοῦ­το. Καὶ ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός, ὁ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Χρι­στός, ποὺ καὶ μό­νο ἡ θέ­α του τὴν ὅ­πλι­ζε μὲ τέ­τοι­α ἀν­το­χή, ὥ­στε καὶ αὐ­τὴ ἀ­πο­ροῦ­σε.

Κα­τά­φερ­νε ἡ Εὐ­τυ­χί­α μὲ τὴν πί­στη της νὰ σβή­νει γρή­γο­ρα τὶς φω­τι­ὲς ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς τοῦ συ­ζύ­γου. Ἔ­τρε­χε κα­τό­πιν στὰ μι­κρά της, τὰ φο­βι­σμέ­να. Μὲ λό­για στορ­γῆς τὰ γα­λή­νευ­ε. Πάν­τα τὰ στή­ρι­ζε. Πο­τὲ δὲν γκρέ­μι­ζε στῆς λε­πτῆς τους καρ­διᾶς τὰ βά­θη τὸ κύ­ρος τοῦ πα­τέ­ρα τους.

Τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν. Τὰ παι­διὰ με­γά­λω­σαν. Ἔ­κα­ναν δι­κές τους φω­λι­ές. Δι­ά­λε­ξαν κα­λοὺς γαμ­προὺς καὶ νυ­φά­δες· ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το, τὸν Μάρ­κο της. Ἡ Εὐ­τυ­χί­α πάν­τα σε­βό­ταν τοὺς δρό­μους καὶ τοὺς τρό­πους τῆς ζω­ῆς τῶν παι­δι­ῶν της. Ἔ­στε­κε δί­πλα τους μὲ δι­ά­κρι­ση λε­πτή. Τὰ δε­χό­ταν στὸ σπί­τι μὲ ἀ­γά­πη πολ­λή, ὅ­πο­τε τό ᾿θε­λαν· καὶ παι­διὰ καὶ νύ­φες καὶ ἐγ­γό­νια. Πέν­τε τὰ εἶ­χε καὶ χαι­ρό­ταν μα­ζί τους. Ἀ­πὸ κον­τὰ καὶ ὁ Δη­μή­τρης, καὶ παπ­ποὺς τώ­ρα. Ἔ­βλε­παν τὰ παι­διὰ κεῖ­νες τὶς ὧ­ρες τὴν Εὐ­τυ­χί­α τὴ μά­να τους στὰ μά­τια κι ἔ­νι­ω­θαν πὼς ὁ πι­κρός της ὁ πό­νος ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χε στε­γνώ­σει. Θυ­μόν­ταν χω­ρὶς νὰ τὸ λέ­νε ὅ­σα εἶ­χαν βι­ώ­σει στὰ μα­θη­τι­κά τους χρό­νια, τὶς ἀ­πί­στευ­τες ὧ­ρες μὲ τὶς φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες τοῦ πα­τέ­ρα. Γι᾿ αὐ­τὸ φρόν­τι­ζαν καὶ ἔ­φευ­γαν γρή­γο­ρα. Μὴ μεί­νουν ἀρ­γὰ καὶ τύ­χει νὰ δοῦν τὰ παι­διά τους τοῦ παπ­ποῦ τὴν ὀρ­γὴ καὶ τὸ πά­θος. Καὶ ὅ­ταν ἔ­φευ­γαν ὅ­λοι, παι­διὰ καὶ ἐγ­γό­νια, ἡ για­γιὰ Εὐ­τυ­χί­α πο­νοῦ­σε πο­λύ. Ἄν­θρω­πος ἦ­ταν καὶ αὐ­τή. Πό­σο ἀ­κό­μη ἀ­τσά­λι ἀν­το­χῆς νὰ εἶ­χε ἡ καρ­διά της;

Συ­νέ­χι­ζε λοι­πόν, ἂς εἶ­χαν πε­ρά­σει τὰ χρό­νια, τὸν με­γά­λο ἀ­νή­φο­ρο, τὸν σκλη­ρὸ Γολ­γο­θᾶ της· μέ­σα σὲ χρέ­η καὶ φτώ­χεια καὶ γκρί­νια. Ἦ­ταν κά­ποι­α βρά­δια ποὺ ὁ πει­ρα­σμὸς τὴν τυ­ραν­νοῦ­σε.

Πό­σο θὰ ἀν­τέ­ξεις; τῆς ἔ­λε­γε. Βγά­λε του ἐ­πι­τέ­λους φω­νή. Τό­σα πι­κρὰ καὶ ἄ­δι­κα λό­για σοῦ λέ­ει. Τό­σο πλή­γω­μα καὶ τραῦ­μα βα­θὺ προ­ξε­νεῖ στὴν ψυ­χή σου. Ἀλλὰ ὄ­χι. Δὲν ἄ­φη­νε αὐ­τὲς τὶς φω­νὲς ποὺ μ᾿ ἀγ­κά­θια αἰχ­μη­ρὰ ἔ­πνι­γαν τῆς ἐλ­πί­δας καὶ τῆς νί­κης τὰ ρό­δα. Ὅ­ταν ὅ­λα ἡ­σύ­χα­ζαν καὶ ὁ σύ­ζυ­γός της κοι­μό­ταν βα­θιά, λέ­γον­τας μέ­σα της τὴν «εὐ­χὴ» πή­γαι­νε ἁ­πα­λά-ἁ­πα­λὰ καὶ τὸν σταύ­ρω­νε. Τὸ πρω­ὶ τοῦ ᾿δι­νε ἁ­για­σμό. Τὸν ἔ­πι­νε ἐ­κεῖ­νος χω­ρὶς ν᾿ ἀν­τι­δρᾶ. Τό­τε ἡ Εὐ­τυ­χί­α τὰ ξε­χνοῦ­σε ὅ­λα τὰ πι­κρά του καὶ βλά­σφη­μα λό­για.

Πό­σες ἦ­ταν οἱ φο­ρὲς ποὺ τὸν συ­νό­δευ­ε σὲ για­τροὺς καὶ Νο­σο­κο­μεῖ­α! Ἄλ­λω­στε τό­σες ἀρ­ρώ­στι­ες τὸν ἔ­ζω­ναν. Σὰν ἄγ­γε­λος πάν­τα πρό­σχα­ρα αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα δὲν ἔ­παυ­ε στορ­γι­κὰ νὰ βο­η­θᾶ καὶ νὰ τὸν στη­ρί­ζει. Ἔ­τσι σι­γὰ-σι­γὰ ἡ σκλη­ρὴ καρ­διὰ τοῦ Δη­μή­τρη ἄρ­χι­ζε νὰ μα­λα­κώ­νει καὶ στὰ μά­τια του κρυ­φὰ κά­ποι­α δά­κρυ­α μυ­στι­κὰ νὰ κυ­λοῦν. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μὴ γί­νει τὸ θαῦ­μα. Τὸ θυ­μᾶ­ται ὁ Δη­μή­τρης. Ἔ­γι­νε τώ­ρα κον­τά.

Σὲ Νο­σο­κο­μεῖ­ο συ­νέ­βη. Νύ­χτα ἦ­ταν ποὺ ἄ­κου­σε μέ­σα του κά­ποι­α φω­νή. Κά­τι σὰν ψί­θυ­ρο. Ἦ­ταν ἀγ­γέ­λου φω­νή; ἦ­ταν Θε­οῦ; Ποῦ νὰ τὸ ξέ­ρει. Πάν­τως κεῖ­να τὰ λό­για χα­ρά­χθη­καν βα­θιὰ στὴν καρ­διά του κεί­νη τὴ νύ­χτα: «Δη­μή­τρη, ἔ­χεις δί­πλα σου χρυ­σὸ θη­σαυ­ρό. Μὴ βα­σα­νί­ζεις ἄλ­λο τὴν κα­λή σου γυ­ναί­κα. Θεῖ­ο δῶ­ρο, οὐ­ρά­νιο εἶ­ναι γιὰ σέ­να...»

Αὐ­τὸ ἦ­ταν. Ἀ­πὸ τό­τε μα­λά­κω­σε ἡ καρ­διά του.   

–Εὐ­τυ­χί­α μου, τῆς λέ­ει μί­α ἡ­μέ­ρα μὲ σπα­σμέ­νη φω­νή, συγ­χώ­ρη­σέ με. Ὅ­λα τοῦ­τα τὰ χρό­νια ἤ­μου­να βά­σα­νό σου πι­κρό. Θέ­λω γρή­γο­ρα ἐ­ξο­μο­λό­γο πα­πὰ νὰ βρεῖς, νὰ μι­λή­σω, νὰ πῶ, νὰ ἠ­ρε­μή­σω.

Καὶ ἔ­γι­νε σύν­το­μα τὸ θαῦ­μα. Ὁ Δη­μή­τρης ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε, γα­λή­νε­ψε, ἄλ­λα­ξε. Τό ᾿βλε­παν τοῦ­το τὸ θαῦ­μα τὰ παι­διά. Δὲν ἦ­ταν ἔ­τσι πρὶν ὁ δι­κός τους πα­τέ­ρας.

Μιὰ μέ­ρα ὁ Γιά­ννης, ὁ δεύ­τε­ρός της γιός, σὲ κά­ποι­α ἐ­πί­σκε­ψη δὲν ἄν­τε­ξε καὶ τό ᾿πε κρυ­φὰ στὴ μη­τέ­ρα:

–Δὲν μοῦ λές, μά­να, τί συμ­βαί­νει μὲ τὸν μπαμ­πά; τὸν ἔ­κα­νες θρῆ­σκο;

–Ὄ­χι ἐ­γώ, κα­λό μου παι­δί. Κά­ποι­ος Ἄλ­λος τοῦ ἄλ­λα­ξε τρό­πο καὶ σκέ­ψη.

–Ναί, ἀλ­λὰ κι ἐ­σύ, μά­να, τὸν ἄλ­λα­ξες. Θὰ σ᾿ τὸ πῶ. Δὲν ξε­χνῶ, θὰ σ᾿ τὸ πῶ. Σὲ θυ­μᾶ­μαι τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἡ­μέ­ρα. Κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ ἦ­ταν ποὺ ζύ­μω­νες τὸ πρό­σφο­ρο καὶ θυ­μι­ά­τι­ζες ἔ­πει­τα ὅ­λο τὸ σπί­τι κι ἐ­μᾶς. Ἔ­τσι παίρ­να­με κεῖ­νο τὸ ἄ­ρω­μα τῆς με­γά­λης σου ἀ­προ­σποί­η­της πί­στε­ως, κα­θὼς σὲ βλέ­πα­με νὰ σκύ­βεις μπρο­στὰ στὰ εἰ­κο­νί­σμα­τα καὶ νὰ μι­λᾶς μυ­στι­κά. Τί νὰ ἔ­λε­γες ἐ­κεῖ μπρο­στὰ στὸν Θε­ό; Τὸν ἄλ­λα­ξες τὸν πα­τέ­ρα μας μὲ τὴν προ­σευ­χή σου, τὴν ὑ­πο­μο­νή σου, τὴ σι­ω­πὴ καὶ τὴν πί­στη.

–Ὄ­χι ἐ­γώ, ὁ Θε­ὸς τὸν μα­λά­κω­σε, Γιά­ννη. Δι­κό του εἶ­ναι τὸ θαῦ­μα...

Ὅ­μως ὅ­ση καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ χα­ρὰ τοῦ σπι­τιοῦ, ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ «τρώ­ει» ἀ­κό­μη τὴν καρ­διὰ τῆς Εὐ­τυ­χί­ας. Αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ που­θε­νὰ νὰ τὸ πεῖ· πα­ρὰ μο­νο­λο­γεῖ:

«Εὐ­τυ­χί­α, τί θὰ ἀ­πο­γί­νεις ἐ­σὺ μό­νη, ἂν φύ­γει μπρο­στὰ ἀ­πὸ σέ­να ὁ Δη­μή­τρης γιὰ τὴν ἄλ­λη ζω­ή; Πῶς θὰ ζή­σεις μὲ τό­σα δυ­σβά­στα­χτα χρέ­η; Σπί­τι δὲν ἔ­χεις νὰ μεί­νεις. Νά, ὅ­λα τὰ σκόρ­πι­σες σὲ για­τροὺς καὶ σὲ φάρ­μα­κα, σὲ δό­σεις γραμ­μα­τί­ων καὶ ἐ­νοί­κια».

Ὅ­μως ἦρ­θε ἡ λύ­ση. Πρὶν κἂν μι­λή­σει στὸν Θε­ὸ γιὰ τὸ πρό­βλη­μα, ἦρ­θε ἀ­πάν­τη­ση θεί­α. Θαῦ­μα καὶ τοῦ­το και­νούρ­γιο;

Ἡ νύ­φη της ἡ Θε­α­νώ, τοῦ πρώ­του παι­διοῦ τους τοῦ Μάρ­κου ἡ γυ­ναί­κα, ποὺ συ­νή­θως δὲν ἤ­θε­λε σχέ­σεις μα­ζί της καὶ συ­χνὰ τὴν πα­ρε­ξη­γοῦ­σε, ἔ­τσι ἀ­πρό­σμε­να τὴν πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο.

–Μά­να, τῆς λέ­ει, ποὺ πο­τὲ δὲν τὴν ἔ­λε­γε ἔ­τσι. Μά­να, μὴ σκέ­φτε­σαι τὸ με­τά. Μὲ τὸν Μάρ­κο συμ­φω­νή­σα­με καὶ σ᾿ τὸ λέ­ω ἐ­γὼ μὲ χα­ρά: στὸ δι­κό μας τὸ νέ­ο σπί­τι θὰ ζή­σεις, ὅ­ταν φύ­γει ὁ παπ­πούς. Μὲ μᾶς καὶ τὰ δύ­ο σου ἐγ­γο­νά­κια. Σὲ δω­μά­τιο ξε­χω­ρι­στὸ θὰ εἶ­σαι ἐ­σύ. Τὸ ἑ­τοι­μά­ζου­με γιὰ σέ­να. Νὰ ἀ­πο­λαύ­σεις ὅ­σα χρό­νια θὰ ζή­σεις ὅ,τι δὲν χά­ρη­κες σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ή. Δὲν σ' τὸ κρύ­βω. Μᾶς νί­κη­σες, μά­να. Μὲ τὴ δι­κή σου σι­ω­πή, μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νή σου πί­στη καὶ τὴν ἁ­γί­α σου ὐ­πο­μο­νή!

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2244, 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021, σελ. 261–262

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου