Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

(20 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021) 



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;

                 (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

 

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ!

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐφ᾿ ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν».

Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς κα­τέ­βη­κε σὰν βί­αι­ος ἄ­νε­μος καὶ ἐ­κά­θι­σε μὲ τὴ μορ­φὴ γλωσ­σῶν φω­τιᾶς ἐ­πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τῶν πρώ­των πι­στῶν.

Ἀλ­λὰ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι ἄ­νε­μος; Εἶ­ναι φω­τιά; Ἤ μή­πως «πε­ρι­στε­ρά», ὅ­πως εἶ­χε φα­νε­ρω­θεῖ κα­τὰ τὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου; Τί­πο­τε ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τά, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν ἁ­πλῶς σύμ­βο­λα τῆς πα­ρου­σί­ας Του καὶ δὲν μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτουν κά­τι ἀ­πὸ τὸ Πρό­σω­πο καὶ τὴ Φύ­ση Του.

Τό­τε ὅ­μως τί εἶ­ναι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ποι­ὸ τὸ ἔρ­γο Του στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, καὶ ποι­ὸ στὴ ζω­ὴ τοῦ κα­θε­νός μας; Ἰ­δοὺ τρί­α ση­μαν­τι­κὰ καὶ καί­ρια ἐ­ρω­τή­μα­τα, γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ πε­ρι­στρα­φεῖ ἡ ὁ­μι­λί­α μας.

1. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ  

Οἱ εἰ­κό­νες, μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες φα­νε­ρώ­θη­κε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἴ­δια ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Του Ἅ­γιο Πνεῦ­μα δὲν μᾶς βο­η­θοῦν καὶ πο­λὺ στὸ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὸν ἀ­κα­τά­λη­πτο Θε­ό. Τὰ λό­για ὅ­μως: «Βα­σι­λεῦ Οὐ­ρά­νι­ε, Πα­ρά­κλη­τε, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὁ παν­τα­χοῦ πα­ρὼν καὶ τὰ πάν­τα πλη­ρῶν...» τῆς γνω­στῆς κα­θη­με­ρι­νῆς μας προ­σευ­χῆς, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς σχε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, μπο­ροῦν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν κά­πως.

Νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν πρω­τί­στως στὸ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­τι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα δὲν εἶ­ναι ἀ­πρό­σω­πη δύ­να­μη, ἐ­νέρ­γεια, ἰ­δι­ό­τη­τα ἢ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ΠΡΟΣΩΠΟ! Εἶ­ναι Θεῖ­ο Πρό­σω­πο τοῦ Ἑ­νὸς ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νὸς καὶ προ­αι­ώ­νιος, συ­νά­ναρ­χος μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸν Υἱ­ὸ καὶ ὁ­μό­τι­μός Τους, συμ­προ­σκυ­νού­με­νος καὶ συν­δο­ξα­ζό­με­νος μα­ζί Τους, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς πα­ρήγ­γει­λε ὁ Κύ­ριος στοὺς Ἀ­πο­στό­λους με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του, ὅ­ταν τοὺς εἶ­πε νὰ βα­πτί­ζουν σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο τοὺς πι­στοὺς «εἰς τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» (Ματθ. κη'[28] 19). Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὡς Θε­ὸς Παν­το­δύ­να­μος καὶ Ἄ­πει­ρος ποὺ εἶ­ναι, ὀ­νο­μά­ζε­ται Βα­σι­λεὺς Οὐ­ρά­νιος, ὁ Ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρὼν καὶ γε­μί­ζει μὲ τὴν πα­ρου­σί­α Του τὰ πάν­τα.

Ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­κό­μη καὶ Πα­ρά­κλη­τος, ποὺ ση­μαί­νει πα­ρη­γο­ρη­τής, ἐ­νι­σχυ­τής, βο­η­θός. Εἶ­ναι ὁ «ἄλ­λος Πα­ρά­κλη­τος» (Ἰ­ω. ι­δ'[14] 16), πε­ρὶ τοῦ Ὁ­ποί­ου ἔ­λε­γε ὁ Κύ­ριος ὅ­τι θὰ πα­ρα­κα­λέ­σει τὸν Πα­τέ­ρα Του νὰ ἀ­πο­στεί­λει στοὺς μα­θη­τές Του, γιὰ νὰ μεί­νει μα­ζί τους «εἰς τὸν αἰ­ῶ­να». Ὁ ἕ­νας Πα­ρά­κλη­τος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριός μας, ὁ «ἄλ­λος Πα­ρά­κλη­τος» εἶ­ναι τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ποὺ ἦλ­θε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α δέ­κα μέ­ρες με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς.

2. Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἡ κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ὑ­πῆρ­ξε ἡ κο­ρυ­φαί­α στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιὰ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ αὐ­τὴ ἡ στιγ­μή, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­να ἡ εἰ­κό­να τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Ἀ­δάμ, πρὶν αὐ­τὸ δε­χθεῖ τὴ ζω­ο­γό­νο πνο­ὴ τοῦ Θε­οῦ, τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ Του. Ἦ­ταν ἕ­να τέ­λει­ο, πα­νέ­μορ­φο σῶ­μα, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­χε ζω­ή. Μό­λις ὅ­μως δέ­χθη­κε τὴν πνο­ὴ τοῦ Θε­οῦ, γέ­μι­σε ζων­τά­νια καὶ δύ­να­μη. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο συ­νέ­βη­κε καὶ μὲ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Βγῆ­κε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν Οὐ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του ὁ­λό­λαμ­πρη καὶ θαυ­μα­στὴ· ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἀ­κί­νη­τη, κλει­σμέ­νη στὰ ὑ­πε­ρῶ­α τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἡ κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τῆς με­τέ­δω­σε αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἔ­λει­πε, τὴ θε­ϊ­κὴ πνο­ὴ καὶ ζων­τά­νια. Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα πλημ­μύ­ρι­σε ὅ­λο τὸν κό­σμο.

Λοι­πόν, ἡ πνο­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ μυ­στι­κὴ καρ­διά της, ἡ ψυ­χή της, ποὺ ζω­ο­γο­νεῖ ὅ­λο τὸν ὀρ­γα­νι­σμό της, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἐ­κεῖ­νο τε­λε­σι­ουρ­γεῖ τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια καὶ με­τα­δί­δει φω­τι­σμὸ καὶ ἁ­για­σμὸ καὶ δύ­να­μη καὶ ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα στὰ μέ­λη της. Ἐ­κεῖ­νο κα­θο­δη­γεῖ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, «εἰς πᾶ­σαν τὴν ἀ­λή­θειαν» (Ἰ­ω. ιϚ΄[16] 13). Ἐ­κεῖ­νο τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἑ­νώ­νει τοὺς πι­στοὺς σὲ ἕ­να σῶ­μα καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ με­τα­ξύ τους ἄρ­ρη­κτο δε­σμὸ ἀ­γά­πης. Ἐ­κεῖ­νο ἐρ­γά­ζε­ται καὶ μέ­σα στὴν καρ­διὰ τοῦ κα­θε­νὸς πι­στοῦ καὶ τὴν ἁ­γιά­ζει καὶ τὴν με­τα­μορ­φώ­νει.   Δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ Δω­ρε­ο­δό­της Θε­ός, τὸ Πρό­σω­πο δη­λα­δὴ τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ποὺ δι­α­νέ­μει τὸν θε­ϊ­κὸ πλοῦ­το σὲ ὅ­λους τοὺς βα­πτι­σμέ­νους Χρι­στια­νούς.

3. Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΙΑ ΣΦΡΑΓΙΔΑ

Αὐ­τὸν τὸν πλοῦ­το τῶν θε­ϊ­κῶν χα­ρι­σμά­των τὸν ἔ­χου­με λά­βει ὅ­λοι οἱ πι­στοί, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ Βά­πτι­σμά μας, κα­τὰ τὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τοῦ ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τος. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἱ­ε­ρεὺς μᾶς ἔ­χρι­σε μὲ τὸ ἅ­γιο Μύ­ρο λέ­γον­τας· «σφρα­γὶς δω­ρε­ᾶς Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου· ἀ­μήν», ἐ­κεί­νη ἀ­κρι­βῶς τὴ στιγ­μὴ γί­να­με μέ­το­χοι τῆς χά­ρι­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ ἅ­γιο Χρί­σμα ὑ­πῆρ­ξε ἡ προ­σω­πι­κή μας Πεν­τη­κο­στή! Μιὰ ἀ­ό­ρα­τη γλώσ­σα φω­τιᾶς κά­θι­σε τό­τε ἐ­πά­νω μας, ἢ μᾶλ­λον εἰ­σῆλ­θε στὴν καρ­διά μας. Μιὰ ἀ­κοί­μη­τη φλό­γα, ἡ ὁ­ποί­α καί­ει πάν­το­τε μέ­σα μας.

Πάν­το­τε! Εἶ­ναι ἡ φλό­γα, ἡ ὁ­ποί­α καί­ει καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζει τὰ πά­θη, τὶς κα­κί­ες, τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, θερ­μαί­νει τὴν καρ­διά μας στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, φω­τί­ζει τὴ δι­ά­νοι­ά μας στὴν κα­τα­νό­η­ση τῶν θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν, μορ­φώ­νει τὸν νέ­ο ἄν­θρω­πο, ποὺ λαμ­βά­νει «τὴν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ» (Κο­λασ. γ'[3] 10).

Πάν­το­τε! Ναί! Ἀλ­λὰ ὄ­χι μὲ τὴν ἴ­δια ἔν­τα­ση καὶ δύ­να­μη. Δι­ό­τι, ὅ­ταν πα­ρα­δι­νό­μα­στε θε­λη­μα­τι­κὰ στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ λη­σμο­νοῦ­με τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μα τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ μας, ἡ φλό­γα αὐ­τὴ μι­κραί­νει, τρε­μο­σβή­νει, γί­νε­ται μιὰ μι­κρὴ σπί­θα, ποὺ σι­γο­καί­ει κά­τω ἀ­πὸ τὴ στά­χτη τῶν πα­θῶν καὶ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε μὲ ἀν­δρεί­α κα­τὰ τῶν ἀ­ο­ρά­των ἐ­χθρῶν μας, ἡ φλό­γα αὐ­τὴ φουν­τώ­νει καὶ ἀ­νά­βει μιὰ πε­λώ­ρια φω­τιὰ θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης μέ­σα μας. Καὶ τό­τε ὁ ἀ­γα­θὸς Πα­ρά­κλη­τος κά­νει τὴν καρ­διά μας κα­τοι­κη­τή­ριό Του καὶ μᾶς δί­νει τὴ βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι εἴ­μα­στε «τέ­κνα Θε­οῦ» «καὶ κλη­ρο­νό­μοι» (Ρωμ. η΄[8] 16-17) τοῦ ἀ­πεί­ρου πλού­του τῆς αἰ­ω­νί­ου Βα­σι­λεί­ας Του.

«Βα­σι­λεῦ Οὐ­ρά­νι­ε, Πα­ρά­κλη­τε, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὁ παν­τα­χοῦ πα­ρὼν καὶ τὰ πάν­τα πλη­ρῶν, ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν ἀ­γα­θῶν καὶ ζω­ῆς χο­ρη­γός, ἐλ­θὲ καὶ σκή­νω­σον ἐν ἡ­μῖν...».

Ἔ­λα, Πα­νά­γιο Πνεῦ­μα, καὶ μεῖ­νε γιὰ πάν­τα στὶς καρ­δι­ές μας! «Καὶ κα­θά­ρι­σον ἡ­μᾶς ἀ­πὸ πά­σης κη­λῖ­δος, καὶ σῶ­σον. Ἀ­γα­θέ, τὰς ψυ­χὰς ἡ­μῶν». Ἀ­μήν!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.

(Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέση μ' αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.

Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.

Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.

Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου