Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἐ­γέ­νε­το­  πο­ρευ­ο­μέ­νων ἡ­μῶν τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἰς  προ­σευ­χὴν παι­δί­σκην τι­νὰ ἔ­χου­σαν πνεῦ­μα Πύθωνος ἀ­παν­τῆ­σαι ἡ­μῖν͵ ἥ­τις ἐρ­γα­σί­αν πολ­λὴν πα­ρεῖ­χεν τοῖς κυ­ρί­οις αὐ­τῆς μαν­τευ­ο­μέ­νη. Αὕ­τη κα­τα­κο­λου­θοῦ­σα τῷ Πα­ύ­λῳ καὶ ἡ­μῖν ἔ­κρα­ζε λέ­γου­σα· Οὗ­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι δοῦ­λοι τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου εἰ­σίν͵ οἵ­τι­νες κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ὑ­μῖν ὁ­δὸν σω­τη­ρί­ας. Τοῦ­το δὲ ἐ­πο­ί­ει ἐ­πὶ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας. Δι­α­πο­νη­θεὶς δὲ Παῦ­λος καὶ ἐ­πι­στρέ­ψας τῷ πνεύ­μα­τι εἶ­πε· Πα­ραγ­γέλ­λω σοι ἐν ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξελ­θεῖν ἀπ΄ αὐ­τῆς· καὶ ἐ­ξῆλ­θεν αὐ­τῇ τῇ ὥ­ρᾳ. Ἰ­δόν­τες δὲ οἱ κύ­ριοι αὐ­τῆς ὅ­τι ἐ­ξῆλ­θεν ἡ ἐλ­πὶς τῆς ἐρ­γα­σί­ας αὐ­τῶν ἐ­πι­λα­βό­με­νοι τὸν Παῦ­λον καὶ τὸν Σίλαν εἵλ­κυ­σαν εἰς τὴν ἀ­γο­ρὰν ἐ­πὶ τοὺς ἄρ­χον­τας͵ καὶ προ­σα­γα­γόν­τες αὐ­τοὺς τοῖς στρα­τη­γοῖς εἶ­πον· Οὗ­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κτα­ράσ­σου­σιν ἡ­μῶν τὴν πό­λιν Ἰ­ου­δαῖ­οι ὑ­πάρ­χον­τες͵ καὶ κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ἔ­θη ἃ οὐκ ἔ­ξε­στιν ἡ­μῖν πα­ρα­δέ­χε­σθαι οὐ­δὲ ποι­εῖν Ρω­μα­ί­οις οὖ­σι. Καὶ συ­νε­πέ­στη ὁ ὄ­χλος κατ΄ αὐ­τῶν͵ καὶ οἱ στρα­τη­γοὶ πε­ρι­ρή­ξαν­τες αὐ­τῶν τὰ ἱ­μά­τια ἐ­κέ­λευ­ον ῥα­βδί­ζειν͵ πολ­λάς τε ἐ­πι­θέν­τες αὐ­τοῖς πλη­γὰς ἔ­βα­λον εἰς φυ­λα­κήν͵ πα­ραγ­γε­ί­λαν­τες τῷ δε­σμο­φύ­λα­κι ἀ­σφα­λῶς τη­ρεῖν αὐ­το­ύς· ὃς πα­ραγ­γε­λί­αν τοι­α­ύ­την εἰ­λη­φώς, ἔ­βα­λεν αὐ­τοὺς εἰς τὴν ἐ­σω­τέ­ραν φυ­λα­κὴν καὶ τοὺς πό­δας ἠ­σφα­λί­σα­το αὐ­τῶν εἰς τὸ ξύ­λον. Κα­τὰ δὲ τὸ με­σο­νύ­κτιον Παῦ­λος καὶ Σίλας προ­σευ­χό­με­νοι ὕ­μνουν τὸν Θε­όν͵ ἐ­πη­κρο­ῶν­το δὲ αὐ­τῶν οἱ δέ­σμιοι· ἄφ­νω δὲ σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας ὥ­στε σα­λευ­θῆ­ναι τὰ θε­μέ­λια τοῦ δε­σμω­τη­ρί­ου͵ ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν τε πα­ρα­χρῆ­μα αἱ θύ­ραι πᾶ­σαι͵ καὶ πάν­των τὰ δε­σμὰ ἀ­νέ­θη. Ἔ­ξυ­πνος δὲ γε­νό­με­νος ὁ δε­σμο­φύ­λαξ καὶ ἰ­δὼν ἀ­νε­ῳγ­μέ­νας τὰς θύ­ρας τῆς φυ­λα­κῆς͵ σπα­σά­με­νος τὴν μά­χαι­ραν ἔ­μελ­λεν ἑ­αυ­τὸν ἀ­ναι­ρεῖν͵ νο­μί­ζων ἐκ­πε­φευ­γέ­ναι τοὺς δε­σμί­ους. Ἐ­φώ­νη­σε δὲ φω­νῇ με­γά­λῃ ὁ Παῦ­λος λέ­γων· Μη­δὲν πρά­ξῃς σε­αυ­τῷ κα­κόν· ἅ­παν­τες γάρ ἐ­σμεν ἐν­θά­δε. Αἰ­τή­σας δὲ φῶ­τα εἰ­σε­πή­δη­σε͵ καὶ ἔν­τρο­μος γε­νό­με­νος προ­σέ­πε­σεν τῷ Πα­ύ­λῳ καὶ τῷ Σίλᾳ͵ καὶ προ­α­γα­γὼν αὐ­τοὺς ἔ­ξω ἔ­φη· Κύριοι͵ τί με δεῖ ποι­εῖν ἵ­να σω­θῶ; Οἱ δὲ εἶ­πον· Πίστευσον ἐ­πὶ τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν͵ καὶ σω­θή­σῃ σὺ καὶ ὁ οἶ­κός σου. Καὶ ἐ­λά­λη­σαν αὐ­τῷ τὸν λό­γον τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ αὐ­τοῦ. Καὶ πα­ρα­λα­βὼν αὐ­τοὺς ἐν ἐ­κε­ί­νῃ τῇ ὥ­ρᾳ τῆς νυ­κτὸς ἔ­λου­σεν ἀ­πὸ τῶν πλη­γῶν͵ καὶ ἐ­βα­πτί­σθη αὐ­τὸς καὶ οἱ αὐ­τοῦ πάν­τες πα­ρα­χρῆ­μα͵ ἀ­να­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τοῦ πα­ρέ­θη­κε τρά­πε­ζαν͵ καὶ ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το πα­νοι­κεὶ πε­πι­στευ­κὼς τῷ Θε­ῷ.              

     (Πράξ. Ἀποστ. Ιστ΄[16] 16 –  34)

ΜΑΧΗ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ!

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Κα­τὰ δὲ τὸ με­σο­νύ­κτιον Παῦ­λος καὶ Σί­λας προ­σευ­χό­με­νοι ὕ­μνουν τὸν Θε­όν».

Με­σά­νυ­χτα! Σι­γὴ θα­νά­του στὴν πό­λη τῶν Φι­λίπ­πων. Μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ τῆς πό­λε­ως τὴν ἀ­πό­λυ­τη σι­ω­πὴ τὴν δι­α­κό­πτουν μο­νά­χα τὰ βογ­γη­τὰ τῶν ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νων κα­τα­δί­κων. Ξαφ­νι­κὰ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο ἄ­σμα ἀν­τη­χεῖ στὰ μου­χλι­α­σμέ­να κελ­λιὰ τῆς φυ­λα­κῆς. Οἱ κα­τά­δι­κοι τεν­τώ­νουν τὰ αὐ­τιά τους. Ναὶ χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α τὸ τρα­γού­δι αὐ­τὸ βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ πιὸ ἄ­θλιο κελ­λὶ τῆς φυ­λα­κῆς, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­χαν πε­τα­χθεῖ μα­στι­γω­μέ­νοι ἄ­γρια, καὶ εἶ­χαν ἀ­κι­νη­το­ποι­η­θεῖ στὸ βα­σα­νι­στι­κὸ ξύ­λο δύ­ο Ἑ­βραῖ­οι ἐ­πα­να­στά­τες.

Τί ἐ­πα­να­στά­τες ἀ­λή­θεια! Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ ὁ συ­νερ­γά­της του ὁ Σί­λας! Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο ἄ­σμα τους; Ἕ­νας ὕ­μνος δο­ξο­λο­γι­κὸς πρὸς τὸν Θε­ό. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς, ποὺ θὰ εἶ­ναι καὶ τὸ ση­με­ρι­νὸ θέ­μα μας. Δι­ό­τι θὰ προ­σπα­θή­σου­με δι᾿ ὀ­λί­γων νὰ δοῦ­με: Πό­σο με­γα­λει­ῶ­δες εἶ­ναι τὸ νὰ δο­ξο­λο­γοῦ­με τὸν Θε­ὸ μέ­σα στὶς θλί­ψεις μας, καὶ πό­σο αὐ­τὸ εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὸ ἀ­πὸ τὸν κα­θέ­να μας.

1. Ο ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τὰ δε­σμὰ τοῦ δε­σμο­φύ­λα­κα καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸ λε­γό­με­νον «ξύ­λον» εἶ­χαν ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­σει τοὺς δύ­ο Ἀ­πο­στό­λους, καὶ οἱ ἀ­μέ­τρη­τες πλη­γές τους τοὺς εἶ­χαν ἐ­ξαν­τλή­σει σχε­δὸν μέ­χρι θα­νά­του. Ἡ ψυ­χὴ ὅ­μως τῶν ἡ­ρω­ϊ­κῶν κη­ρύ­κων τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἔ­με­νε ἐ­λεύ­θε­ρη καὶ ἀ­λύ­γι­στη. Καὶ τὰ με­σά­νυ­χτα ξέ­σπα­σαν. Λη­σμό­νη­σαν τὶς πλη­γές, ἀ­γνό­η­σαν τοὺς πό­νους, τὴ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­κι­νη­σί­α, τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση, καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ προ­σεύ­χον­ται.

Τί προ­σευ­χὴ ἀ­λή­θεια! Ὄ­χι ἱ­κε­σί­ες, δε­ή­σεις, ἀ­να­στε­ναγ­μοὶ καὶ θρῆ­νοι, ἀλλὰ ὕ­μνοι καὶ δο­ξο­λο­γί­ες πρὸς τὸν Θε­ό! Ἔκ­θαμ­βος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος δὲν βρί­σκει λό­για γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὸ με­γα­λεῖ­ο τῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ Χρι­στοῦ. «Τί τού­των γέ­νοιτ᾿ ἂν τῶν ψυ­χῶν ἀ­δα­μαν­τι­νό­τε­ρον;», ἀ­να­φω­νεῖ. Ποι­ὸ δι­α­μάν­τι θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ αὐ­τὲς τὶς ὑ­περ-ἀ­δα­μάν­τι­νες ψυ­χές; Καὶ προ­σθέ­τει κά­τι ἀ­πί­στευ­το. Ἂν κά­ποι­ος μὲ το­πο­θε­τοῦ­σε, λέ­γει, στὸν Οὐ­ρα­νὸ μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους ἢ στὴ φυ­λα­κὴ μὲ τὸν ἁ­λυ­σο­δε­μέ­νο Παῦ­λο, τὴ φυ­λα­κὴ θὰ προ­τι­μοῦ­σα, δι­ό­τι ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα «τὸ δε­σμω­τή­ριον τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ λαμ­πρό­τε­ρον», ἢ φυ­λα­κὴ ἦ­ταν λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν Οὐ­ρα­νό.

Λαμ­πρό­τε­ρη! Ὁ λό­γος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου δὲν πε­ρι­έ­χει καμ­μί­α ὑ­περ­βο­λή. Ὅ­πως λέ­γει ἄλ­λος δι­δά­σκα­λος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, οἱ Ἄγ­γε­λοι καὶ οἱ Ἀρ­χάγ­γε­λοι «ἐκ­πλήτ­τον­ται καὶ ἀ­γάλ­λον­ται», ὅ­ταν βλέ­πουν τὸν χω­μα­τέ­νιο ἄν­θρω­πο νὰ ξε­χνᾶ τὴ σάρ­κα του καὶ νὰ με­τα­φέ­ρε­ται στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ. Εἶ­ναι αὐ­τὸ νό­μος πνευ­μα­τι­κός, ὅ­τι οἱ ὕ­μνοι καὶ οἱ δο­ξο­λο­γί­ες τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νος σὲ κά­ποι­α φυ­λα­κή, ἀν­τη­χοῦν στὸν Οὐ­ρα­νὸ σὰν πα­ναρ­μό­νια με­λω­δί­α, μπρο­στὰ στὴν ὁ­ποί­α οἱ Ἄγ­γε­λοι μέ­νουν ἄ­φω­νοι καὶ ἐκ­στα­τι­κοί. Καὶ ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι κά­ποι­ος βρί­σκε­ται ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νος σὲ φυ­λα­κή, ἐν­νο­οῦ­με βέ­βαι­α εἴ­τε ὅ­τι ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πὸ κά­ποι­α βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­σθέ­νεια, εἴ­τε ὅ­τι ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ἕ­να οἰ­κο­γε­νεια­κὸ δρά­μα, μιὰ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ἀ­πο­τυ­χί­α, εἴ­τε κά­ποι­ες ἄλ­λες δυ­σκο­λί­ες: συ­κο­φαν­τί­ες, πε­ρι­φρο­νή­σεις ἀ­δι­κί­ες κτλ.

Ἐ­δῶ λοι­πὸν βρί­σκε­ται τὸ με­γα­λεῖ­ο. Νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κα­νεὶς αὐ­τὲς τὶς κα­τα­στά­σεις ὄ­χι μὲ στε­νο­χώ­ρι­ες καὶ ἀ­να­στε­ναγ­μὸ οὔ­τε ἁ­πλῶς μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α. Ἀλ­λὰ μὲ χα­ρά, μὲ αἰ­σθή­μα­τα εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρὸς τὸν Θε­ό, μὲ ὕ­μνους, ποὺ ἀ­φή­νουν ἄ­φω­νους ἀ­κό­μη καὶ τοὺς Ἀγ­γέ­λους.

2. ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΟΤΕΡΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

 «Μὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ γί­νει αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα;», ἴ­σως σπεύ­σουν νὰ δι­α­μαρ­τυ­ρη­θοῦν με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ μᾶς. Καὶ κά­ποι­οι ἄλ­λοι ἴ­σως προ­σθέ­σουν: «Ἀ­π' ἔ­ξω ἀπ᾿ τὸν χο­ρὸ πολ­λὰ τρα­γού­δια λές! Γιὰ μεῖ­νε πρῶ­τα με­ρι­κοὺς μῆ­νες στὸ κρεβ­βά­τι, ἢ νὰ σοῦ τύ­χει νὰ σὲ ἀ­δι­κή­σουν καὶ νὰ σὲ συ­κο­φαν­τή­σουν, καὶ κα­τό­πιν μί­λη­σέ μας γιὰ ὕ­μνο καὶ δο­ξο­λο­γί­ες μέ­σα στὶς θλί­ψεις. Κα­λά, νὰ μᾶς συ­νι­στοῦν νὰ κά­νου­με ὑ­πο­μο­νὴ σ᾿ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­στά­σεις, τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με. ἀλ­λὰ νὰ λέ­με πὼς πρέ­πει νὰ χαι­ρό­μα­στε κι­ό­λας καὶ νὰ ψάλ­λου­με ὕ­μνους πα­νη­γυ­ρι­κούς, αὐ­τὸ μας φαί­νε­ται πα­ρά­λο­γο»!

Δὲν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α πὼς οἱ κα­λοὶ αὐ­τοὶ ἀ­δελ­φοί μας ἔ­χουν δί­και­ο. Μὲ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες μό­νο δυ­νά­μεις τέ­τοι­α ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν θλί­ψε­ων εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­τη. Ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με ὅ­μως πὼς μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ὅ­λα εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ εὔ­κο­λα. Ὅ­λα!

Τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν Παῦ­λο καὶ τὸν Σί­λα, καὶ οἱ Τρεῖς Παῖ­δες, ποὺ μές᾿ στὸ κα­μί­νι τῆς Βα­βυ­λῶ­νος «ὕ­μνουν καὶ ἐ­δό­ξα­ζον καὶ ηὐ­λό­γουν τὸν Θε­ὸν» (Δαν. γ'[3] 27). Τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει καὶ ὁ Ἰ­ώβ, ποὺ μέσ᾿ στὶς ἀ­πα­νω­τὲς θλί­ψεις του ­φώ­να­ζε: «Εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας» (Ἰ­ώβ α΄[1] 21). Τὸ ἀ­πέ­δει­ξε καὶ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ ἀ­πέ­θα­νε ἐ­ξό­ρι­στος ἐν μέ­σῳ ἀ­φάν­τα­στων τα­λαι­πω­ρι­ῶν λέ­γον­τας. «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ πάν­των ἕ­νε­κεν. Ἀ­μήν!» Τὸ ἀ­πέ­δει­ξαν βε­βαί­ως καὶ οἱ Μάρ­τυ­ρες, ποὺ δέ­χον­ταν μὲ χα­ρὰ τὰ φρι­κτὰ μαρ­τύ­ρια, καὶ οἱ Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, ποὺ βά­δι­ζαν πρὸς τὴν ἀγ­χό­νη ψάλ­λον­τας τὸ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ἀλ­λὰ καὶ τό­σοι σύγ­χρο­νοί μας πι­στοί, ποὺ μέ­σα στ κα­μί­νι τν θλί­ψε­ων κα τν ἀ­σθε­νει­ῶν τους δν ἔ­παυ­αν ν ὑ­μνοῦν κα ν δο­ξά­ζουν τν Θε­ό.

Λοι­πόν, μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ μπο­ροῦ­με νὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς, κά­νον­τας τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να, ἀ­φοῦ πρῶ­τα κα­τα­λά­βου­με κά­τι πο­λὺ ἁ­πλό, ἀλ­λὰ καὶ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ συγ­χρό­νως. Ὅ­τι δη­λα­δή, ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ ἤρ­θα­με σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ βα­πτι­σθή­κα­με, ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι μί­α πε­ρί­ο­δος ἐ­ξε­τά­σε­ων, οἱ δὲ θλί­ψεις καὶ οἱ δο­κι­μα­σί­ες εἶ­ναι οἱ εὐ­και­ρί­ες, ποὺ μᾶς πα­ρέ­χει ὁ Θε­ός, προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­γω­νι­σθοῦ­με καὶ νὰ πε­ρά­σου­με στὴ δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας Του. Καὶ ὅ­πως στὶς γνω­στές μας ἐ­ξε­τά­σεις ἐ­πι­τυγ­χά­νουν πολ­λοί, ἄλ­λοι παίρ­νον­τας ἁ­πλῶς τὴ βά­ση καὶ ἄλ­λοι ἀ­ρι­στεύ­ον­τας, ἔ­τσι καὶ στὶς πνευ­μα­τι­κές μας ἐ­ξε­τά­σεις περ­νᾶ­με στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­τας τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς δο­κι­μα­σί­ες εἴ­τε μὲ ὑ­πο­μο­νή, ὁ­πό­τε παίρ­νου­με τὴν πνευ­μα­τι­κὴ βά­ση, εἴ­τε μὲ χα­ρὰ καὶ ὕ­μνους εὐ­γνω­μο­σύ­νης, σὰν τὸν Παῦ­λο καὶ τὸν Σί­λα, ὁ­πό­τε παίρ­νου­με ἄ­ρι­στα!

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Παῦ­λος καὶ ὁ Σί­λας ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα στὴ φυ­λα­κὴ τῶν Φι­λίπ­πων ἔ­δω­σαν μιὰ μά­χη με­γά­λη καὶ τὴν κέρ­δι­σαν. Στὶς ἐ­ξε­τά­σεις τους πῆ­ραν ΑΡΙΣΤΑ!

Λοι­πόν, οἱ εὐ­και­ρί­ες δὲν μᾶς λεί­πουν, καὶ ὁ Θε­ὸς ἀ­κα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα δὲν ζη­τεῖ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Ἂς μὴ τὶς ἀ­φή­νου­με ὅ­μως νὰ χά­νον­ται. Νὰ κά­νου­με κι ἐ­μεῖς τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να, νὰ πο­λε­μή­σου­με. Κι ἂν χά­σου­με κά­πο­τε κά­ποι­α μά­χη, ἂς μὴ τὰ χά­σου­με. Νὰ συ­νε­χί­σου­με μὲ θάρ­ρος, γιὰ νὰ κερ­δί­σου­με τὸν πό­λε­μο. Νὰ φθά­σου­με στὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο, ὅ­που οἱ συμ­φο­ρὲς καὶ οἱ δο­κι­μα­σί­ες θὰ εἶ­ναι καὶ γιὰ μᾶς ἀ­φορ­μὲς δο­ξο­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ.   ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ στὴ μά­χη τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, ἀ­δελ­φοί!

    (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πα­ρά­γων ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν κ γε­νε­τῆς· κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλ­λ' ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τ ἔρ­γα το Θε­οῦ ν αὐ­τῷ. ἐ­μὲ δε ἐρ­γά­ζε­σθαι τ ἔρ­γα το πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. ὅ­ταν ἐν τ κό­σμῳ , φς εἰ­μι το κό­σμου. ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ κα ἐ­πο­ί­η­σε πη­λὸν κ το πτύ­σμα­τος, κα ἐ­πέ­χρι­σε τν πη­λὸν ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μοὺς το τυ­φλοῦ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ·ὕ­πα­γε νί­ψαι ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­άμ, ἑρ­μη­νε­ύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. ἀ­πῆλ­θεν ον κα ἐ­νί­ψα­το, κα ἦλ­θε βλέ­πων. Ο ον γε­ί­το­νες κα ο θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ν, ἔ­λε­γον· οχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος κα προ­σαι­τῶν; ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ· Πς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου ο ὀ­φθαλ­μοί; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σε κα ἐ­πέ­χρι­σέ μου τος ὀ­φθαλ­μοὺς κα εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­ὰμ κα νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δ κα νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. εἶ­πον ον αὐ­τῷ· πο ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; λέ­γει· οκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρς τος Φα­ρι­σα­ί­ους, τν πο­τε τυ­φλόν. ν δ σάβ­βα­τον ὅ­τε τν πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. πά­λιν ον ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν κα ο Φα­ρι­σαῖ­οι πς ἀ­νέ­βλε­ψεν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μο­ύς, κα ἐ­νι­ψά­μην, κα βλέ­πω. ἔ­λε­γον ον κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων τι­νές· οὗ­τος ἄν­θρω­πος οκ ἔ­στι πα­ρὰ το Θε­οῦ, ὅ­τι τ σάβ­βα­τον ο τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· πς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοια­ῦτα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; κα σχί­σμα ν ν αὐ­τοῖς. λέ­γου­σι τ τυ­φλῷ πά­λιν· σ τ λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; δ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. οκ ἐ­πί­στευ­σαν ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ν κα   ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τος γο­νεῖς αὐ­τοῦ το ἀ­να­βλέ­ψαν­τος κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; πς ον ἄρ­τι βλέ­πει; ἀ­πε­κρί­θη­σαν δ αὐ­τοῖς ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ κα εἶ­πον· οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν κα ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πς δ νν βλέ­πει οκ οἴ­δα­μεν, τς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. ταῦ­τα εἶ­πον ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τος Ἰ­ου­δα­ί­ους· ἤ­δη γρ συ­νε­τέ­θειν­το ο Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐ­τόν ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γέ­νη­ται. δι­ὰ τοῦ­το ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν ον κ δευ­τέ­ρου τν ἄν­θρω­πον ὃς ν τυ­φλὸς, κα εἶ­πον αὐ­τῷ· δς δό­ξαν τ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. ἀ­πε­κρί­θη ον ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πεν· ε ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν οκ  οἶ­δα· ν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ν ἄρ­τι βλέ­πω. εἶ­πον δ αὐ­τῷ πά­λιν· τί ἐ­πο­ί­η­σέ σοι; πς ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, κα οκ ἠ­κο­ύ­σα­τε· τ πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κο­ύ­ειν; μ κα ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν κα εἶ­πον· σ ε μα­θη­τὴς ἐ­κε­ί­νου· ἡ­μεῖς δ το Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν Θε­ός· τοῦ­τον δ οκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· ἐν γρ το­ύ­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, κα ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. οἴ­δα­μεν δ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οκ ἀ­κο­ύ­ει, ἀλ­λ' ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς κα τ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, το­ύ­του ἀ­κο­ύ­ει. κ το αἰ­ῶ­νος οκ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· ε μ ν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· ἐν ἁ­μαρ­τί­αις σ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, κα σ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; κα ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, κα εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· σ πι­στε­ύ­εις ες τν υἱ­ὸν το Θε­οῦ; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πε· κα τς ἐ­στι, Κριε, ἵ­να πι­στε­ύ­σω ες αὐ­τόν; εἶ­πε δ αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· κα ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν κα λα­λῶν με­τὰ σο ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. δ ἔ­φη· πι­στε­ύ­ω, Κριε· κα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.  

                         (Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Ἰησοῦς  περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τῆς πό­λε­ως, εἶ­δε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού εἶ­χε γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Τό­τε οἱ μα­θη­τὲς του τὸν ρώ­τη­σαν: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸς ἁ­μάρ­τη­σε γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς τυ­φλός; Ἁ­μάρ­τη­σε ὁ ἴ­διος, ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­κό­μη μέ­σα στὴν κοι­λιὰ αὐ­τὸς τῆς μη­τέ­ρας του, ἢ ἁ­μάρ­τη­σαν οἱ γο­νεῖς του καὶ τι­μω­ρεῖ­ται αὐ­τὸς γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Οὔ­τε αὐ­τὸς ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε οἱ γο­νεῖς του. Ἀλ­λὰ γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸς γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θοῦν μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῶν μα­τι­ῶν του τὰ ἔρ­γα πού ἐ­πι­τε­λεῖ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα το­ῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ὅ­σο ζῶ στὴ ζω­ὴ αὐ­τή, πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔρ­γα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή, καὶ ὅ­πως στὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας στα­μα­τοῦν τὰ ἔρ­γα τους οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι καὶ τό­τε κα­νεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν οὔ­τε στιγ­μὴ νὰ χά­νω. Ἐ­φό­σον εἶ­μαι στὸν κό­σμο, εἶ­μαι φῶς τοῦ κό­σμου μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὰ θαύμα­τά μου. Κι ἀφοῦ εἶ­πε αὐ­τά, ἔ­φτυ­σε κά­τω καὶ ἔ­κα­νε πη­λό, καί ἔ­χρι­σε μ' αὐ­τὸν τὰ μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ. Καί δο­κι­μά­ζον­τας τὴν πί­στη τοῦ τυ­φλοῦ τοῦ εἶ­πε: Πήγαινε, νί­ψου στὴ στέρ­να τοῦ Σι­λω­άμ, ὄ­νο­μα ἑβραϊκό πού με­τα­φρά­ζε­ται «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὕ­στε­ρα λοιπόν ἀ­πὸ τὴν ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ πῆ­γε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλ­θε στὸ σπί­τι του μὲ μά­τια ὑ­γι­ῆ. Τό­τε οἱ γεί­το­νες κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν προ­η­γουμένως ὅ­τι ἦ­ταν τυ­φλός, ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶναι αὐ­τὸς πού καθόταν καὶ ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τους δι­α­βά­τες ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Με­ρι­κοὶ ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι. Ἄλ­λοι ὅ­μως ἔ­λε­γαν ὅτι δέν εἶναι αὐ­τός, ἀλλά κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ τυ­φλὸς πού παλιότερα ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ βε­βαί­ω­ση αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ τόν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Πῶς θε­ρα­πεύ­θη­καν τὰ μά­τια σου; Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε πη­λὸ καὶ μοῦ ἄ­λει­ψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πή­γαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψου. Πῆ­γα λοι­πὸν ἐκεῖ καὶ νί­φτη­κα, καί βρῆκα τὸ φῶς μου.

Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τὴ τοῦ τυφλοῦ πού εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ τοῦ εἶ­παν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι: Ποῦ εἶ­ναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέ­ρω, τοὺς ἀ­πάν­τη­σε. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν τό­τε στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, αὐ­τὸν πού ἦ­ταν κά­πο­τε τυ­φλὸς καὶ εἶ­χε ἤ­δη θε­ρα­πευ­θεῖ ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μά­λι­στα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πη­λὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ μά­τια ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν ὁ­δή­γη­σαν στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἄρ­χι­σαν κι αὐ­τοὶ νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν καὶ νὰ τὸν ρω­τοῦν πά­λι πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε καὶ βρῆ­κε τὸ φῶς του. Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς εἶ­πε: Αὐ­τὸς πού μὲ θε­ρά­πευ­σε μοῦ ἔ­βα­λε πη­λὸ πά­νω στὰ μά­τια μου καὶ με­τὰ ἐγώ πλύ­θη­κα καὶ βλέ­πω. Με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους Φα­ρι­σαί­ους ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δὲν τη­ρεῖ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βάτου. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς νὰ κά­νει τέ­τοι­α ἀ­πο­δει­κτι­κὰ καὶ ση­μα­δια­κὰ θαύ­μα­τα; Καὶ δι­α­φω­νοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Κι ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­φω­νί­α τους συ­νε­χι­ζό­ταν, ἄρ­χι­σαν πά­λι νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν τὸν τυ­φλό, καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό; Πρέ­πει νὰ ἀ­κου­στεῖ καὶ ἡ δι­κή σου γνώ­μη· δι­ό­τι τὰ δι­κά σου μά­τια θε­ρά­πευ­σε ἐ­κεῖ­νος κι ἐσύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον γνω­ρί­ζεις τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας σου. Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­γὼ λέ­ω ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ αὐ­τὸ πού ἔ­δω­σε γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ τυ­φλὸς πού θε­ρα­πεύ­θη­κε, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δυ­σα­ρε­στή­θη­καν. Δὲν ἐν­νο­οῦ­σαν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ φῶς του· ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ κα­λέ­σουν τοὺς γο­νεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀ­πέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώ­τη­σαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός σας, πού ἐ­πι­μέ­νε­τε νὰ βε­βαι­ώ­νε­τε ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός; Πῶς λοι­πόν, ἀφοῦ γεν­νή­θη­κε τυ­φλός, τώ­ρα βλέ­πει; Οἱ γο­νεῖς του τό­τε τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός μας καὶ ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός. Πῶς ὅ­μως τώ­ρα βλέ­πει δὲν ξέ­ρου­με. Ἢ ποι­ὸς τοῦ θε­ρά­πευ­σε καὶ τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ παι­δί, ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, καὶ συ­νε­πῶς ἀν­τι­λή­φθη­κε πῶς καὶ ἀ­πὸ ποι­ὸν ἔ­γι­νε ἡ θε­ρα­πεί­α του. Αὐ­τὸν λοι­πὸν ρω­τῆ­στε, μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συ­νέ­βη. Καὶ μί­λη­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ οἱ γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φο­βοῦν­ταν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἄρ­χον­τες, διότι αὐτοί πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀ­φο­ρι­σθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συ­να­γω­γὴ ὅ­ποι­ος θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν φο­βοῦν­ταν οἱ  γονεῖς του μήπως ἀποδιωχθοῦν κι αὐ­τοὶ ἀ­πὸ τὴ συ­να­γω­γή, γι' αὐ­τὸ εἶ­παν ὅτι ἔχει ὥριμη ἡλικία ὁ γιός μας, αὐ­τὸν ρω­τῆ­στε.

 Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πληροφορηθοῦν τί­πο­τε ἀ­πό τούς γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θε­ρα­πεί­α του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τόν Ἰ­η­σοῦ, κά­λε­σαν γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν τυ­φλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε τόν Θεό ὁμολογώντας ὅ­τι πλα­νή­θη­κες καὶ ἀ­ναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐ­τὸν πού σὲ θε­ρά­πευ­σε. Ἐ­μεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέ­ρου­με κα­λὰ ὅ­τι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τὸς πού κα­τα­λύ­ει τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς δὲν τὸ ξέ­ρω, καὶ γι' αὐ­τὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκ­φρά­σω γνώ­μη γι' αὐ­τό. Ξέ­ρω ὅ­μως καλά ἕνα πράγμα, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­νῶ λί­γο πιὸ πρὶν ἤ­μουν τυφλός τώρα βλέ­πω. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄ­ρε­σε, τοῦ εἶ­παν πά­λι: Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια;  Μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γο σᾶς τὸ εἶ­πα, τούς ἀπάντησε, καὶ δὲν θε­λή­σα­τε νὰ προ­σέ­ξε­τε καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶ­πα. Για­τί τώ­ρα θέ­λε­τε νὰ ἀ­κού­σετε πάλι τά ἴδια; Μή­πως θέ­λε­τε κι ἐσεῖς νὰ γί­νε­τε μα­θη­τές του; Τό­τε τοῦ μί­λη­σαν ὑ­βρι­στι­κὰ καὶ περιφρονητικά καί τοῦ εἶ­παν: Ἐ­σὺ εἶ­σαι μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου. ­Ἐ­με­ῖς ὅ­μως εἴμαστε μα­θη­τὲς τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­μεῖς, πού εἴ­μα­στε σπου­δα­σμέ­νοι καὶ ἀ­να­γνωρισμένοι ἄρ­χον­τες τοῦ ἔ­θνους, ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ Θεός ἔχει μι­λή­σει στὸ Μω­υ­σῆ καὶ σὲ κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Αὐ­τὸς μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος καὶ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι καὶ ἀπό ποῦ στάλ­θη­κε. Τό­τε αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ γε­γο­νὸς προ­κα­λεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ ἔκ­πλη­ξη! Ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐσεῖς δὲν ξέ­ρε­τε τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ἐ­ὰν ἔ­χει στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος σὲ σᾶς μοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια. Εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στὸ καὶ τὸ ξέ­ρου­με ὅ­λοι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­κού­ει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν κά­ποι­ος σέ­βε­ται τὸν Θε­ὸ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μά του, αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­κού­ει.  Ἀ­πὸ τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος δὲν ἀ­κού­στη­κε πο­τὲ νὰ ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει κα­νεὶς μά­τια ἀν­θρώ­που πού νὰ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­γι­νε τέ­τοι­ο θαῦ­μα, καὶ αὐ­τὸς πού τὸ ἔ­κα­νε πρέ­πει νὰ ἔ­χει θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τί­πο­τε, οὔτε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ θαῦ­μα. Τοῦ ἀποκρίθηκαν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι: Ἐ­σὺ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν τύ­φλω­ση πού εἶ­χες ἀ­π' τὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄ­θλιος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς κά­νεις τὸ δά­σκα­λο σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπου­δαγ­μέ­νοι ἀ­π' ὅ­λους τούς Ἰ­ου­δαί­ους; Καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω ἀ­π' τὸν τό­πο πού συ­νε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σουν καὶ νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σουν νὰ συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στὶς λα­τρευ­τι­κὲς τε­λε­τὲς τοῦ να­οῦ.

Στὸ με­τα­ξὺ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω γιὰ τὴν παρρησία μὲ τὴν ὁποία δι­ε­κή­ρυτ­τε τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα μὲ τοὺς ἄ­πι­στους Ἰ­ου­δαί­ους, πι­στεύ­εις στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ; Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός, Κύ­ρι­ε, γιὰ νὰ τὸν πι­στέ­ψω; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Μὰ τὸν ἔ­χεις κι­ό­λας δεῖ μὲ τὰ μά­τια σου. Αὐ­τὸς πού μι­λά­ει αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μα­ζί σου, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε. Καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύ­ριο.­

1 σχόλιο :

  1. μΕγαλο το ονομα του Θεου και θαυμαστα τα εργα του.Την ευχη σας πατερ και σας ευχαριστουμε.Καλη Κυριακη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή