ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων
εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα Πύθωνος ἀπαντῆσαι
ἡμῖν͵ ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχεν τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη.
Αὕτη κατακολουθοῦσα τῷ Παύλῳ καὶ ἡμῖν ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι
δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν͵ οἵτινες καταγγέλλουσιν ὑμῖν ὁδὸν
σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ Παῦλος
καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ΄ αὐτῆς· καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι
αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον
καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας͵ καὶ προσαγαγόντες
αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν
τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες͵ καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν
ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος
κατ΄ αὐτῶν͵ καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον
ῥαβδίζειν͵ πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν͵ παραγγείλαντες
τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην
εἰληφώς, ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας ἠσφαλίσατο
αὐτῶν εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι
ὕμνουν τὸν Θεόν͵ ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι· ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο
μέγας ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου͵ ἀνεῴχθησάν τε
παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι͵ καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος
ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς͵ σπασάμενος
τὴν μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν͵ νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς
δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ
κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε͵ καὶ
ἔντρομος γενόμενος προσέπεσεν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ͵ καὶ προαγαγὼν
αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι͵ τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον·
Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν͵ καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν
αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν
αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν͵ καὶ ἐβαπτίσθη
αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα͵ ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν͵ καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικεὶ πεπιστευκὼς
τῷ Θεῷ.
(Πράξ. Ἀποστ.
Ιστ΄[16] 16 – 34)
ΜΑΧΗ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι
ὕμνουν τὸν Θεόν».
Μεσάνυχτα! Σιγὴ θανάτου στὴν πόλη τῶν Φιλίππων. Μέσα στὴ φυλακὴ
τῆς πόλεως τὴν ἀπόλυτη σιωπὴ τὴν διακόπτουν μονάχα τὰ βογγητὰ τῶν
ἁλυσοδεμένων καταδίκων. Ξαφνικὰ ἕνα παράξενο ἄσμα ἀντηχεῖ στὰ
μουχλιασμένα κελλιὰ τῆς φυλακῆς. Οἱ κατάδικοι τεντώνουν τὰ αὐτιά
τους. Ναὶ χωρὶς ἀμφιβολία τὸ τραγούδι αὐτὸ βγαίνει ἀπὸ τὸ πιὸ ἄθλιο
κελλὶ τῆς φυλακῆς, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν πεταχθεῖ μαστιγωμένοι ἄγρια, καὶ
εἶχαν ἀκινητοποιηθεῖ στὸ βασανιστικὸ ξύλο δύο Ἑβραῖοι ἐπαναστάτες.
Τί ἐπαναστάτες
ἀλήθεια! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ συνεργάτης του ὁ Σίλας! Καὶ τὸ παράξενο
ἄσμα τους; Ἕνας ὕμνος δοξολογικὸς πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ θὰ
εἶναι καὶ τὸ σημερινὸ θέμα μας. Διότι θὰ προσπαθήσουμε δι᾿ ὀλίγων
νὰ δοῦμε: Πόσο μεγαλειῶδες εἶναι τὸ
νὰ δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ μέσα στὶς θλίψεις μας, καὶ πόσο αὐτὸ εἶναι κατορθωτὸ
ἀπὸ τὸν καθένα μας.
1. Ο ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Τὰ δεσμὰ τοῦ
δεσμοφύλακα καὶ ἰδιαιτέρως τὸ λεγόμενον «ξύλον» εἶχαν ἀκινητοποιήσει τοὺς δύο Ἀποστόλους, καὶ
οἱ ἀμέτρητες πληγές τους τοὺς εἶχαν ἐξαντλήσει σχεδὸν μέχρι θανάτου.
Ἡ ψυχὴ ὅμως τῶν ἡρωϊκῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου ἔμενε ἐλεύθερη
καὶ ἀλύγιστη. Καὶ τὰ μεσάνυχτα ξέσπασαν. Λησμόνησαν τὶς πληγές, ἀγνόησαν
τοὺς πόνους, τὴ βασανιστικὴ ἀκινησία, τὴν ἐξάντληση, καὶ ἄρχισαν
νὰ προσεύχονται.
Τί προσευχὴ
ἀλήθεια! Ὄχι ἱκεσίες, δεήσεις, ἀναστεναγμοὶ καὶ θρῆνοι, ἀλλὰ ὕμνοι
καὶ δοξολογίες πρὸς τὸν Θεό! Ἔκθαμβος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
δὲν βρίσκει λόγια γιὰ νὰ περιγράψει τὸ μεγαλεῖο τῶν ἡρώων τοῦ Χριστοῦ.
«Τί τούτων γένοιτ᾿ ἂν τῶν ψυχῶν ἀδαμαντινότερον;»,
ἀναφωνεῖ. Ποιὸ διαμάντι θὰ ἠμποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτὲς τὶς ὑπερ-ἀδαμάντινες
ψυχές; Καὶ προσθέτει κάτι ἀπίστευτο. Ἂν κάποιος μὲ τοποθετοῦσε, λέγει,
στὸν Οὐρανὸ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἢ στὴ φυλακὴ μὲ τὸν ἁλυσοδεμένο Παῦλο,
τὴ φυλακὴ θὰ προτιμοῦσα, διότι ἐκείνη τὴ νύχτα «τὸ δεσμωτήριον τοῦ Οὐρανοῦ λαμπρότερον», ἢ φυλακὴ ἦταν
λαμπρότερη ἀπὸ τὸν Οὐρανό.
Λαμπρότερη!
Ὁ λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δὲν περιέχει καμμία ὑπερβολή. Ὅπως
λέγει ἄλλος διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἀρχάγγελοι
«ἐκπλήττονται καὶ ἀγάλλονται»,
ὅταν βλέπουν τὸν χωματένιο ἄνθρωπο νὰ ξεχνᾶ τὴ σάρκα του καὶ νὰ μεταφέρεται
στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Οὐρανοῦ. Εἶναι αὐτὸ νόμος πνευματικός, ὅτι οἱ ὕμνοι
καὶ οἱ δοξολογίες τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται ἀκινητοποιημένος
σὲ κάποια φυλακή, ἀντηχοῦν στὸν Οὐρανὸ σὰν παναρμόνια μελωδία,
μπροστὰ στὴν ὁποία οἱ Ἄγγελοι μένουν ἄφωνοι καὶ ἐκστατικοί. Καὶ ὅταν
λέμε ὅτι κάποιος βρίσκεται ἀκινητοποιημένος σὲ φυλακή, ἐννοοῦμε
βέβαια εἴτε ὅτι ὑποφέρει ἀπὸ κάποια βασανιστικὴ ἀσθένεια, εἴτε
ὅτι ἀντιμετωπίζει ἕνα οἰκογενειακὸ δράμα, μιὰ ἐπαγγελματικὴ ἀποτυχία,
εἴτε κάποιες ἄλλες δυσκολίες: συκοφαντίες, περιφρονήσεις ἀδικίες
κτλ.
Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται
τὸ μεγαλεῖο. Νὰ ἀντιμετωπίζει κανεὶς αὐτὲς τὶς καταστάσεις ὄχι μὲ
στενοχώριες καὶ ἀναστεναγμὸ οὔτε ἁπλῶς μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία.
Ἀλλὰ μὲ χαρά, μὲ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, μὲ ὕμνους, ποὺ
ἀφήνουν ἄφωνους ἀκόμη καὶ τοὺς Ἀγγέλους.
2. ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΟΤΕΡΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
«Μὰ εἶναι
δυνατὸν νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα;», ἴσως σπεύσουν νὰ διαμαρτυρηθοῦν
μερικοὶ ἀπὸ μᾶς. Καὶ κάποιοι ἄλλοι ἴσως προσθέσουν: «Ἀπ' ἔξω ἀπ᾿ τὸν
χορὸ πολλὰ τραγούδια λές! Γιὰ μεῖνε πρῶτα μερικοὺς μῆνες στὸ κρεββάτι,
ἢ νὰ σοῦ τύχει νὰ σὲ ἀδικήσουν καὶ νὰ σὲ συκοφαντήσουν, καὶ κατόπιν
μίλησέ μας γιὰ ὕμνο καὶ δοξολογίες μέσα στὶς θλίψεις. Καλά, νὰ μᾶς συνιστοῦν
νὰ κάνουμε ὑπομονὴ σ᾿ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, τὸ καταλαβαίνουμε.
ἀλλὰ νὰ λέμε πὼς πρέπει νὰ χαιρόμαστε κιόλας καὶ νὰ ψάλλουμε ὕμνους
πανηγυρικούς, αὐτὸ μας φαίνεται παράλογο»!
Δὲν ὑπάρχει
ἀμφιβολία πὼς οἱ καλοὶ αὐτοὶ ἀδελφοί μας ἔχουν δίκαιο. Μὲ τὶς ἀνθρώπινες
μόνο δυνάμεις τέτοια ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων εἶναι ἀκατόρθωτη.
Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅμως πὼς μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι κατορθωτὰ
καὶ εὔκολα. Ὅλα!
Τὸ ἀποδεικνύουν,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα, καὶ οἱ Τρεῖς Παῖδες, ποὺ μές᾿ στὸ καμίνι
τῆς Βαβυλῶνος «ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν» (Δαν. γ'[3]
27). Τὸ ἀποδεικνύει καὶ ὁ Ἰώβ, ποὺ μέσ᾿ στὶς ἀπανωτὲς θλίψεις του φώναζε:
«Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον
εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰώβ α΄[1] 21). Τὸ ἀπέδειξε καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος,
ποὺ ἀπέθανε ἐξόριστος ἐν μέσῳ ἀφάνταστων ταλαιπωριῶν λέγοντας. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν!»
Τὸ ἀπέδειξαν βεβαίως καὶ οἱ Μάρτυρες, ποὺ δέχονταν μὲ χαρὰ τὰ φρικτὰ
μαρτύρια, καὶ οἱ Νεομάρτυρες, ποὺ βάδιζαν πρὸς τὴν ἀγχόνη ψάλλοντας
τὸ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ἀλλὰ καὶ τόσοι σύγχρονοί μας πιστοί, ποὺ μέσα στὸ καμίνι τῶν θλίψεων καὶ τῶν ἀσθενειῶν τους δὲν ἔπαυαν νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεό.
Λοιπόν, μὲ τὴ
Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νὰ τὸ ἀποδείξουμε καὶ ἐμεῖς, κάνοντας τὸν μικρό
μας ἀγώνα, ἀφοῦ πρῶτα καταλάβουμε κάτι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ καὶ ΠΟΛΥ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ συγχρόνως. Ὅτι δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἤρθαμε σ᾿ αὐτὸν τὸν
κόσμο καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτισθήκαμε, ἡ ζωή μας εἶναι
μία περίοδος ἐξετάσεων, οἱ δὲ θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι οἱ
εὐκαιρίες, ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Θεός, προκειμένου νὰ διαγωνισθοῦμε
καὶ νὰ περάσουμε στὴ δόξα τῆς Βασιλείας Του. Καὶ ὅπως στὶς γνωστές μας
ἐξετάσεις ἐπιτυγχάνουν πολλοί, ἄλλοι παίρνοντας ἁπλῶς τὴ βάση καὶ
ἄλλοι ἀριστεύοντας, ἔτσι καὶ στὶς πνευματικές μας ἐξετάσεις περνᾶμε
στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀντιμετωπίζοντας τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες
εἴτε μὲ ὑπομονή, ὁπότε παίρνουμε τὴν πνευματικὴ βάση, εἴτε μὲ χαρὰ
καὶ ὕμνους εὐγνωμοσύνης, σὰν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα, ὁπότε παίρνουμε
ἄριστα!
Ἀδελφοί, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας ἐκείνη τὴ νύχτα
στὴ φυλακὴ τῶν Φιλίππων ἔδωσαν μιὰ μάχη μεγάλη καὶ τὴν κέρδισαν.
Στὶς ἐξετάσεις τους πῆραν ΑΡΙΣΤΑ!
Λοιπόν, οἱ εὐκαιρίες
δὲν μᾶς λείπουν, καὶ ὁ Θεὸς ἀκατόρθωτα πράγματα δὲν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἂς μὴ τὶς ἀφήνουμε ὅμως νὰ χάνονται. Νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸν μικρό
μας ἀγώνα, νὰ πολεμήσουμε. Κι ἂν χάσουμε κάποτε κάποια μάχη, ἂς μὴ
τὰ χάσουμε. Νὰ συνεχίσουμε μὲ θάρρος, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὸν πόλεμο.
Νὰ φθάσουμε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ὅπου οἱ συμφορὲς καὶ οἱ δοκιμασίες
θὰ εἶναι καὶ γιὰ μᾶς ἀφορμὲς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ στὴ μάχη τῶν ἐξετάσεων, ἀδελφοί!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς·
καὶ ἠρώτησαν
αὐτὸν
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί,
τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ,
ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι
τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται
ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα
εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε
πηλὸν
ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε
τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ·ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες
καὶ οἱ θεωροῦντες
αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον
ὅτι οὗτός
ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος
αὐτῷ
ἐστιν. ἐκεῖνος
ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη
ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν
αὐτοῦ
τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι
πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς·
πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων
τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος
ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ
αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ
τοῦ ἀναβλέψαντος
καὶ ἠρώτησαν
αὐτοὺς
λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν·
αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. ταῦτα
εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ,
ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο
οἱ Ἰουδαῖοι
ἵνα,
ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος
γένηται.
διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ
εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν
οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον
ὃς
ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός
ἐστιν. ἀπεκρίθη
οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη
αὐτοῖς·
εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε
ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ
μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν
ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν
ἐστίν. ἀπεκρίθη
ὁ
ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς
οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν
τις
θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ
ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη
ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς
τυφλοῦ
γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ
Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ·
ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον
αὐτὸν
ἔξω. Ἤκουσεν
Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε
δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας
αὐτὸν
καὶ ὁ λαλῶν μετὰ
σοῦ ἐκεῖνός
ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω,
Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
(Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καθὼς ὁ Ἰησοῦς περνοῦσε ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς πόλεως, εἶδε
ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τότε οἱ μαθητὲς του τὸν ρώτησαν:
Διδάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε γιὰ νὰ
γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τυφλός; Ἁμάρτησε ὁ ἴδιος, ὅταν ἦταν ἀκόμη
μέσα στὴν κοιλιὰ αὐτὸς τῆς μητέρας του, ἢ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του καὶ
τιμωρεῖται αὐτὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπάντησε:
Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς
του. Ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθοῦν μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ θεραπεία
τῶν ματιῶν του τὰ ἔργα πού ἐπιτελεῖ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ
Θεοῦ. Ἐγώ, ὅσο ζῶ στὴ ζωὴ αὐτή, πρέπει νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ σωτηρία
τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔστειλε στὸν κόσμο. Ἔρχεται ὅμως ἡ
μέλλουσα ζωή, καὶ ὅπως στὴ διάρκεια τῆς νύχτας σταματοῦν τὰ ἔργα τους
οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ τότε κανεὶς πιὰ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται γιὰ
νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή του. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε στιγμὴ νὰ χάνω.
Ἐφόσον εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ
θαύματά μου. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφτυσε κάτω καὶ ἔκανε πηλό, καί ἔχρισε
μ' αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Καί δοκιμάζοντας τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ
τοῦ εἶπε: Πήγαινε, νίψου στὴ στέρνα
τοῦ Σιλωάμ, ὄνομα ἑβραϊκό πού μεταφράζεται «ἀπεσταλμένος». Ὕστερα λοιπόν ἀπὸ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ
πῆγε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλθε στὸ σπίτι του μὲ μάτια ὑγιῆ. Τότε
οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν:
Δὲν εἶναι αὐτὸς πού καθόταν καὶ ζητοῦσε
ἀπό τους διαβάτες ἐλεημοσύνη; Μερικοὶ ἔλεγαν: Αὐτὸς εἶναι. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δέν εἶναι αὐτός, ἀλλά κάποιος ἄλλος πού
τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἐγώ
εἶμαι ὁ τυφλὸς πού παλιότερα ζητοῦσα ἐλεημοσύνη. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴ βεβαίωση αὐτὴ τοῦ τυφλοῦ τόν ρώτησαν ἐκεῖνοι: Πῶς θεραπεύθηκαν τὰ μάτια σου; Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: Ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνομάζεται Ἰησοῦς
ἔκανε πηλὸ καὶ μοῦ ἄλειψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πήγαινε στὴν
κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ καὶ νίφτηκα, καί
βρῆκα τὸ φῶς μου.
Μετὰ ἀπὸ τὴν πληροφορία
αὐτὴ τοῦ τυφλοῦ πού εἶχε θεραπευθεῖ τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέρω, τοὺς ἀπάντησε.
Τὸν ὁδήγησαν τότε στοὺς Φαρισαίους, αὐτὸν πού ἦταν κάποτε τυφλὸς
καὶ εἶχε ἤδη θεραπευθεῖ ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μάλιστα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰησοῦς
τὸν πηλὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια ἦταν Σάββατο. Ὅταν λοιπὸν τὸν ὁδήγησαν
στοὺς Φαρισαίους, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ τὸν ἀνακρίνουν καὶ νὰ τὸν ρωτοῦν
πάλι πῶς θεραπεύθηκε καὶ βρῆκε τὸ φῶς του. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Αὐτὸς πού μὲ θεράπευσε μοῦ ἔβαλε πηλὸ
πάνω στὰ μάτια μου καὶ μετὰ ἐγώ πλύθηκα καὶ βλέπω. Μερικοὶ ἀπό
τους Φαρισαίους ἔλεγαν: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία
τοῦ Σαββάτου. Ἄλλοι ἔλεγαν: Πῶς
εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνει τέτοια ἀποδεικτικὰ
καὶ σημαδιακὰ θαύματα; Καὶ διαφωνοῦσαν μεταξύ τους. Κι ἐπειδὴ
ἡ διαφωνία τους συνεχιζόταν, ἄρχισαν πάλι νὰ ἐξετάζουν τὸν τυφλό,
καὶ τὸν ρώτησαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο
αὐτό; Πρέπει νὰ ἀκουστεῖ καὶ ἡ δική σου γνώμη· διότι τὰ δικά σου μάτια
θεράπευσε ἐκεῖνος κι ἐσύ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον γνωρίζεις τὰ
περιστατικὰ τῆς θεραπείας σου. Κι αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: Ἐγὼ λέω ὅτι εἶναι προφήτης. Μετὰ
λοιπὸν ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸ πού ἔδωσε γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὁ τυφλὸς
πού θεραπεύθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δυσαρεστήθηκαν. Δὲν ἐννοοῦσαν νὰ πιστέψουν
ὅτι αὐτὸς ἦταν τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε πραγματικὰ τὸ φῶς του· ὥσπου ἀποφάσισαν
νὰ καλέσουν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Καὶ
τοὺς ρώτησαν: Αὐτὸς εἶναι ὁ γιός σας,
πού ἐπιμένετε νὰ βεβαιώνετε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς λοιπόν,
ἀφοῦ γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει; Οἱ γονεῖς του τότε τοὺς ἀποκρίθηκαν: Γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ
γιός μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Πῶς ὅμως τώρα βλέπει δὲν ξέρουμε.
Ἢ ποιὸς τοῦ θεράπευσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, ἐμεῖς δὲν ξέρουμε. Αὐτὸς
δὲν εἶναι μικρὸ παιδί, ἔχει ὥριμη ἡλικία, καὶ συνεπῶς ἀντιλήφθηκε
πῶς καὶ ἀπὸ ποιὸν ἔγινε ἡ θεραπεία του. Αὐτὸν λοιπὸν ρωτῆστε, μπορεῖ
νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συνέβη. Καὶ μίλησαν
μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους
ἄρχοντες, διότι αὐτοί πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ εἶχαν συμφωνήσει νά
ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀφορισθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συναγωγὴ ὅποιος θὰ
τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἐπειδὴ λοιπὸν
φοβοῦνταν οἱ γονεῖς του μήπως
ἀποδιωχθοῦν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴ συναγωγή, γι' αὐτὸ εἶπαν ὅτι ἔχει ὥριμη
ἡλικία ὁ γιός μας, αὐτὸν ρωτῆστε.
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ
πληροφορηθοῦν τίποτε ἀπό τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θεραπεία
του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τόν Ἰησοῦ, κάλεσαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο
πού ἦταν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε
τόν Θεό ὁμολογώντας ὅτι πλανήθηκες καὶ ἀναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐτὸν
πού σὲ θεράπευσε. Ἐμεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέρουμε καλὰ
ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού καταλύει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁμαρτωλός.
Ἐκεῖνος τότε τοὺς ἀπάντησε: Ἐὰν
ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸ ξέρω, καὶ γι' αὐτὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκφράσω
γνώμη γι' αὐτό. Ξέρω ὅμως καλά ἕνα πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ λίγο πιὸ
πρὶν ἤμουν τυφλός τώρα βλέπω. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ νέα αὐτὴ βεβαίωση τοῦ
πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄρεσε, τοῦ εἶπαν πάλι: Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Μόλις
πρὶν ἀπὸ λίγο σᾶς τὸ εἶπα, τούς ἀπάντησε, καὶ δὲν θελήσατε νὰ προσέξετε
καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶπα. Γιατί τώρα θέλετε νὰ ἀκούσετε πάλι τά
ἴδια; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ γίνετε μαθητές του; Τότε τοῦ μίλησαν
ὑβριστικὰ καὶ περιφρονητικά καί τοῦ εἶπαν: Ἐσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου. Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ
Μωυσῆ. Ἐμεῖς, πού εἴμαστε σπουδασμένοι καὶ ἀναγνωρισμένοι ἄρχοντες
τοῦ ἔθνους, ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει μιλήσει στὸ Μωυσῆ καὶ σὲ κανέναν
ἄλλον. Αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ ἀπό
ποῦ στάλθηκε. Τότε αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς προκαλεῖ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη!
Ὅτι δηλαδὴ ἐσεῖς δὲν ξέρετε τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ἐὰν ἔχει σταλεῖ ἀπὸ
τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἄγνωστος σὲ σᾶς μοῦ ἄνοιξε
τὰ μάτια. Εἶναι ὅμως γνωστὸ καὶ τὸ ξέρουμε ὅλοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει
τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ἐὰν κάποιος σέβεται τὸν Θεὸ καὶ ἐφαρμόζει τὸ
θέλημά του, αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀκούει.
Ἀπὸ τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δὲν ἀκούστηκε ποτὲ νὰ ἔχει θεραπεύσει
κανεὶς μάτια ἀνθρώπου πού νὰ ἔχει γεννηθεῖ τυφλός. Πρώτη φορὰ ἔγινε
τέτοιο θαῦμα, καὶ αὐτὸς πού τὸ ἔκανε πρέπει νὰ ἔχει θεϊκὴ ἀποστολή.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ κάνει τίποτε, οὔτε τὸ παραμικρὸ θαῦμα. Τοῦ ἀποκρίθηκαν τότε ἐκεῖνοι:
Ἐσὺ γεννήθηκες βουτηγμένος ὁλόκληρος
στὴν ἁμαρτία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν τύφλωση πού εἶχες ἀπ'
τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄθλιος καὶ ἁμαρτωλὸς κάνεις τὸ δάσκαλο
σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπουδαγμένοι ἀπ' ὅλους τούς Ἰουδαίους; Καὶ
τὸν πέταξαν ἔξω ἀπ' τὸν τόπο πού συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας νὰ τὸν ἀφορίσουν
καὶ νὰ τοῦ ἀπαγορεύσουν νὰ συμμετέχει πλέον στὶς λατρευτικὲς τελετὲς
τοῦ ναοῦ.
Στὸ
μεταξὺ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω γιὰ τὴν παρρησία μὲ τὴν
ὁποία διεκήρυττε τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε: Ἐσύ, ἀντίθετα μὲ τοὺς ἄπιστους Ἰουδαίους,
πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός, Κύριε, γιὰ νὰ
τὸν πιστέψω; Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Μὰ τὸν ἔχεις κιόλας δεῖ μὲ τὰ μάτια σου. Αὐτὸς πού μιλάει αὐτὴ
τὴ στιγμὴ μαζί σου, αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Τότε ἐκεῖνος εἶπε:
Πιστεύω, Κύριε. Καὶ τὸν προσκύνησε
ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριο.
μΕγαλο το ονομα του Θεου και θαυμαστα τα εργα του.Την ευχη σας πατερ και σας ευχαριστουμε.Καλη Κυριακη.
ΑπάντησηΔιαγραφή