Ἂν ἕνα λιοντάρι ξεφύγει ἀπὸ τὸν ζωολογικὸ κῆπο καὶ ἀρχίσει νὰ τριγυρνᾶ στοὺς δρόμους τῆς πόλεως, θὰ βρεθεῖ κανεὶς ποὺ θὰ τολμήσει νὰ ξεπορτίσει ἀπὸ τὸ σπίτι του;
Φυσικὰ ὄχι,
ἂν ἔχει σώας τὰς φρένας του.
Τὸ ἴδιο καὶ ἂν
μάθει ὅτι σὲ κάποια πλατεία συχνάζουν στοιχεῖα κακοποιά, ποὺ δὲν δειλιάζουν
ἀκόμα καὶ νὰ δολοφονήσουν ἐκεῖνον ποὺ θὰ τολμήσει νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖ,
ἂν μάλιστα ὑποπτευθοῦν ἢ ὅτι ἔχουν νὰ κερδίσουν ἀπὸ ἐκεῖνον χρήματα
ἢ ὅτι τοὺς εἶναι γιὰ κάποιο λόγο ἀνεπιθύμητος ὁ περαστικός.
Λιοντάρι! θὰ
φωνάξουμε στὴν πρώτη περίπτωση. Ὅλοι μέσα! Κανεὶς ἔξω!
Δολοφόνοι!
στὴ δεύτερη. Φυλαχθεῖτε! Κινδυνεύετε!
Ποιὸς θὰ ἦταν
ἀντίθετος σ᾿ αὐτὲς τὶς ἀναφωνήσεις, καθὼς καὶ στὴ λήψη προφυλακτικῶν
μέτρων γιὰ τὴν προστασία τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου;
Ὡστόσο, οἱ δύο
αὐτὲς ἀναφωνήσεις, μαζὶ μὲ τὴν πρόδηλη πρακτικὴ ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο,
τὸ νὰ μένει δηλαδὴ κλεισμένος στὸ σπίτι του καὶ ἀνενεργός, ἐπικρίνονται
ἀπὸ τὸν αἰώνιο καὶ ἀλάνθαστο νόμο τοῦ Θεοῦ σὲ μία περίπτωση: σ᾿ ἐκείνη
ποὺ αὐτὰ ὅλα γίνονται τὸ «ἄλλοθι», προκειμένου κάποιος νὰ κρύψει τὴν
ὀκνηρία του καὶ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἔλλειψη ἐνεργοῦ ρόλου γιὰ τὴν
ὑπηρέτηση τοῦ κοινοῦ καλοῦ καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς κοινωνίας.
Μὲ πολλὴ σοφία
καὶ σαφήνεια ἐκθέτει στὶς «Παροιμίες» του ὁ θεόπνευστος συγγραφέας
τὶς προφάσεις αὐτές, ποὺ καταλήγουν νὰ εἶναι «ἐν ἁμαρτίαις». Λέει χαρακτηριστικά:
«Προφασίζεται
καὶ λέγει ὁ ὀκνηρός· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί»
(Παρ. κβ'[22] 13). Προφασίζεται ὁ ὀκνηρός, ὁ τεμπέλης, ἐπειδὴ δὲν θέλει
νὰ κινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του, νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἀνεμελιά του, καὶ λέει:
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βγῶ ἔξω. Ἔξω τριγυρνᾶ λιοντάρι στοὺς δρόμους· καὶ
οἱ πλατεῖες εἶναι γεμάτες ἀπὸ δολοφόνους!
Ἐπικριτικὰ
τὸ ἀναφέρει αὐτὸ ὁ σοφὸς Παροιμιαστής. Κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
νὰ μένει ἀνενεργὸς στὴν ἐργασία τοῦ κοινοῦ καλοῦ, προφασιζόμενος
δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες, κι ἂν ἀκόμη ἴσχυαν κατὰ τὸ παρελθόν, τώρα
πλέον δὲν ἰσχύουν. Οὔτε ἀκόμη νὰ πλάθει φανταστικοὺς φόβους μὲ τὸ μυαλό
του, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ δική του ἀδράνεια καὶ ὀλιγωρία. Ὄχι, εἶναι
σὰν νὰ λέει. Μὴ φέρνεις πρόφαση τὸ λιοντάρι καὶ τοὺς δολοφόνους. Αὐτά,
κι ἂν ἀκόμη ὑπάρχουν, δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι θὰ τὰ πετύχεις
μπροστά σου. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, λάβε τὰ μέτρα σου,
βγὲς ὁπλισμένος καὶ νά ᾿σαι ἕτοιμος νὰ τὰ ἀντιμετωπίσεις· καὶ τὸ λιοντάρι
καὶ τοὺς δολοφόνους. Βέβαια, ἂν ὁ κίνδυνος εἶναι ὁρατός, μπροστά σου,
ἐννοεῖται ὅτι δὲν θὰ ἐκθέσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπερίσκεπτα σ᾿ αὐτόν· θὰ
προφυλαχθεῖς. Ἂν ὅμως ἰσχύει μόνο ὡς ὑπόθεση, ὅτι «μπορεῖ κάτι νὰ συναντήσω
στὸν δρόμο», αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ σὲ κάνει νὰ ἀδρανεῖς. Πάρε τὰ μέτρα σου
καὶ βγές. Ἔχεις ὑποχρεώσεις. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὶς ἀμελεῖς στὸ διηνεκές.
Ἂν μάλιστα οἱ
ὑποχρεώσεις αὐτὲς εἶναι πνευματικές· ἂν εἶναι γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ συνανθρώπου
μας, τότε δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ προφασιζόμαστε διάφορες δικαιολογίες
γιὰ τοὺς ἐνδεχόμενους κινδύνους ποὺ διατρέχουμε, ἔτσι ὥστε νὰ παραμελοῦμε
τὰ πνευματικά μας καθήκοντα, καὶ μάλιστα ὅσα μᾶς ὑπαγορεύει ἡ ἀγάπη
πρὸς τὸν πλησίον. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἀναγκεμένους συνανθρώπους
μας, πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη δύναμη κινητήριος ἀπὸ τὴν ἀνασχετικὴ
δύναμη τοῦ ὑποθετικοῦ κινδύνου.
Ἂς μὴν ξεχνοῦμε
ἐξάλλου ὅτι ὑπῆρξαν καὶ περιπτώσεις πραγματικοῦ κινδύνου, στὸν ὁποῖο
ἐξέθεσαν τὸν ἑαυτό τους Χριστιανοί, προκειμένου νὰ ἀσκήσουν τὸ καθῆκον
τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς τους. Χαρακτηριστικὴ ἡ
περίπτωση ἐκείνη στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα
μ.Χ., ὅταν μολυσματικὴ ἀσθένεια θέριζε κυριολεκτικὰ τὸν κόσμο. Τότε
ὅλοι εἶχαν κρυφθεῖ στὰ σπίτια τους γιὰ νὰ μὴν κολλήσουν καὶ ἄφηναν ἀπροστάτευτους
τοὺς προσβεβλημένους ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἐξαίρεση ἀποτέλεσαν οἱ Χριστιανοί,
οἱ ὁποῖοι μὲ κάθε τρόπο περιποιοῦνταν τοὺς ἀσθενεῖς, ὑποκύπτοντας
πολλὲς φορὲς οἱ ἴδιοι στὸν θάνατο ἀπὸ τὸν ἰό.
Ἔχουμε δουλειὰ
νὰ κάνουμε· ἐργασία πνευματικὴ νὰ ἐπιτελέσουμε· τὴ βοήθειά μας,
τὴ συμπαράσταση, τὴν ἐλεημοσύνη μας νὰ ἐπιδείξουμε πρὸς τοὺς ἔχοντες
ἀνάγκη. Λοιπὸν κανένας «λέων», κανένας «φονευτὴς» δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σταματήσει.
Ὑπάρχει καὶ ὁ
Θεὸς ποὺ βλέπει. Ὑπάρχει καὶ ἡ πίστη, ποὺ φτερώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν
κάνει νὰ ἀποκτᾶ δυνάμεις ὑπεράνθρωπες. Καὶ πάντως ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ
ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὗ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄[13] 5). Ἐμεῖς, τοῦ Θεοῦ
οἱ ἄνθρωποι, ἀνήκουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ μερίδα. Καὶ μὲ τὴν πανοπλία αὐτὴ τὴν
πνευματικὴ ἐξουδετερώνουμε καὶ «τόν λεοντα» καὶ «τοὺς φονευτάς».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο
ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2239, 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021, σελ. 127–128
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου