Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

ΛΙΟΝΤΑΡΙ! ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!

 


Ἂν ἕ­να λι­ον­τά­ρι ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὸν ζω­ο­λο­γι­κὸ κῆ­πο καὶ ἀρ­χί­σει νὰ τρι­γυρ­νᾶ στοὺς δρό­μους τῆς πό­λε­ως, θὰ βρε­θεῖ κα­νεὶς ποὺ θὰ τολ­μή­σει νὰ ξε­πορ­τί­σει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του;

Φυ­σι­κὰ ὄ­χι, ἂν ἔ­χει σώ­ας τὰς φρέ­νας του.

Τὸ ἴ­διο καὶ ἂν μά­θει ὅ­τι σὲ κά­ποι­α πλα­τεί­α συ­χνά­ζουν στοι­χεῖ­α κα­κο­ποι­ά, ποὺ δὲν δει­λιά­ζουν ἀ­κό­μα καὶ νὰ δο­λο­φο­νή­σουν ἐ­κεῖ­νον ποὺ θὰ τολ­μή­σει νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, ἂν μά­λι­στα ὑ­πο­πτευ­θοῦν ἢ ὅ­τι ἔ­χουν νὰ κερ­δί­σουν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον χρή­μα­τα ἢ ὅ­τι τοὺς εἶ­ναι γιὰ κά­ποι­ο λό­γο ἀ­νε­πι­θύ­μη­τος ὁ πε­ρα­στι­κός.

Λι­ον­τά­ρι! θὰ φω­νά­ξου­με στὴν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση. Ὅ­λοι μέ­σα! Κα­νεὶς ἔ­ξω!

Δο­λο­φό­νοι! στὴ δεύ­τε­ρη. Φυ­λα­χθεῖ­τε! Κιν­δυ­νεύ­ε­τε!

Ποι­ὸς θὰ ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος σ᾿ αὐ­τὲς τὶς ἀ­να­φω­νή­σεις, κα­θὼς καὶ στὴ λή­ψη προ­φυ­λα­κτι­κῶν μέ­τρων γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ συ­νό­λου;

Ὡ­στό­σο, οἱ δύ­ο αὐ­τὲς ἀ­να­φω­νή­σεις, μα­ζὶ μὲ τὴν πρό­δη­λη πρα­κτι­κὴ ποὺ ὁ­δη­γοῦν τὸν ἄν­θρω­πο, τὸ νὰ μέ­νει δη­λα­δὴ κλει­σμέ­νος στὸ σπί­τι του καὶ ἀ­νε­νερ­γός, ἐ­πι­κρί­νον­ται ἀ­πὸ τὸν αἰ­ώ­νιο καὶ ἀ­λάν­θα­στο νό­μο τοῦ Θε­οῦ σὲ μί­α πε­ρί­πτω­ση: σ᾿ ἐ­κεί­νη ποὺ αὐ­τὰ ὅ­λα γί­νον­ται τὸ «ἄλ­λο­θι», προ­κει­μέ­νου κά­ποι­ος νὰ κρύ­ψει τὴν ὀ­κνη­ρί­α του καὶ νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὴν ἔλ­λει­ψη ἐ­νερ­γοῦ ρό­λου γιὰ τὴν ὑ­πη­ρέ­τη­ση τοῦ κοι­νοῦ κα­λοῦ καὶ τὴν ὠ­φέ­λεια τῆς κοι­νω­νί­ας.

Μὲ πολ­λὴ σο­φί­α καὶ σα­φή­νεια ἐκ­θέ­τει στὶς «Πα­ροι­μί­ες» του ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φέ­ας τὶς προ­φά­σεις αὐ­τές, ποὺ κα­τα­λή­γουν νὰ εἶ­ναι «ἐν ἁ­μαρ­τί­αις». Λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:

«Προ­φα­σί­ζε­ται καὶ λέ­γει ὁ ὀ­κνη­ρός· λέ­ων ἐν ταῖς ὁ­δοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλα­τεί­αις φο­νευ­ταί» (Παρ. κβ'[22] 13). Προ­φα­σί­ζε­ται ὁ ὀ­κνη­ρός, ὁ τεμ­πέ­λης, ἐ­πει­δὴ δὲν θέ­λει νὰ κι­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του, νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­με­λιά του, καὶ λέ­ει: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ βγῶ ἔ­ξω. Ἔ­ξω τρι­γυρ­νᾶ λι­ον­τά­ρι στοὺς δρό­μους· καὶ οἱ πλα­τεῖ­ες εἶ­ναι γε­μά­τες ἀ­πὸ δο­λο­φό­νους!

Ἐ­πι­κρι­τι­κὰ τὸ ἀ­να­φέ­ρει αὐ­τὸ ὁ σο­φὸς Πα­ροι­μια­στής. Κα­νεὶς δὲν ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ μέ­νει ἀ­νε­νερ­γὸς στὴν ἐρ­γα­σί­α τοῦ κοι­νοῦ κα­λοῦ, προ­φα­σι­ζό­με­νος δι­και­ο­λο­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες, κι ἂν ἀ­κό­μη ἴ­σχυ­αν κα­τὰ τὸ πα­ρελ­θόν, τώ­ρα πλέ­ον δὲν ἰ­σχύ­ουν. Οὔ­τε ἀ­κό­μη νὰ πλά­θει φαν­τα­στι­κοὺς φό­βους μὲ τὸ μυα­λό του, γιὰ νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὴ δι­κή του ἀ­δρά­νεια καὶ ὀ­λι­γω­ρί­α. Ὄ­χι, εἶ­ναι σὰν νὰ λέ­ει. Μὴ φέρ­νεις πρό­φα­ση τὸ λι­ον­τά­ρι καὶ τοὺς δο­λο­φό­νους. Αὐ­τά, κι ἂν ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χουν, δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου βέ­βαι­ο ὅ­τι θὰ τὰ πε­τύ­χεις μπρο­στά σου. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή, λά­βε τὰ μέ­τρα σου, βγὲς ὁ­πλι­σμέ­νος καὶ νά ᾿σαι ἕ­τοι­μος νὰ τὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σεις· καὶ τὸ λι­ον­τά­ρι καὶ τοὺς δο­λο­φό­νους. Βέ­βαι­α, ἂν ὁ κίν­δυ­νος εἶ­ναι ὁ­ρα­τός, μπρο­στά σου, ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι δὲν θὰ ἐκ­θέ­σεις τὸν ἑ­αυ­τό σου ἀ­πε­ρί­σκε­πτα σ᾿ αὐ­τόν· θὰ προ­φυ­λα­χθεῖς. Ἂν ὅ­μως ἰ­σχύ­ει μό­νο ὡς ὑ­πό­θε­ση, ὅ­τι «μπο­ρεῖ κά­τι νὰ συ­ναν­τή­σω στὸν δρό­μο», αὐ­τὸ δὲν πρέ­πει νὰ σὲ κά­νει νὰ ἀ­δρα­νεῖς. Πά­ρε τὰ μέ­τρα σου καὶ βγές. Ἔ­χεις ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τὶς ἀ­με­λεῖς στὸ δι­η­νε­κές.

Ἂν μά­λι­στα οἱ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις αὐ­τὲς εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κές· ἂν εἶ­ναι γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια τοῦ συ­ναν­θρώ­που μας, τό­τε δὲν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα νὰ προ­φα­σι­ζό­μα­στε δι­ά­φο­ρες δι­και­ο­λο­γί­ες γιὰ τοὺς ἐν­δε­χό­με­νους κιν­δύ­νους ποὺ δι­α­τρέ­χου­με, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ πα­ρα­με­λοῦ­με τὰ πνευ­μα­τι­κά μας κα­θή­κον­τα, καὶ μά­λι­στα ὅ­σα μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς, τοὺς ἀ­ναγ­κε­μέ­νους συ­ναν­θρώ­πους μας, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη κι­νη­τή­ριος ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­σχε­τι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ὑ­πο­θε­τι­κοῦ κιν­δύ­νου.

Ἂς μὴν ξε­χνοῦ­με ἐ­ξάλ­λου ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν καὶ πε­ρι­πτώ­σεις πραγ­μα­τι­κοῦ κιν­δύ­νου, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­θε­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους Χρι­στια­νοί, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­σκή­σουν τὸ κα­θῆ­κον τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἐμ­πε­ρί­στα­τους ἀ­δελ­φούς τους. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἡ πε­ρί­πτω­ση ἐ­κεί­νη στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῆς Αἰ­γύ­πτου στὰ μέ­σα τοῦ 3ου αἰ­ώ­να μ.Χ., ὅ­ταν μο­λυ­σμα­τι­κὴ ἀ­σθέ­νεια θέ­ρι­ζε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὸν κό­σμο. Τό­τε ὅ­λοι εἶ­χαν κρυ­φθεῖ στὰ σπί­τια τους γιὰ νὰ μὴν κολ­λή­σουν καὶ ἄ­φη­ναν ἀ­προ­στά­τευ­τους τοὺς προ­σβε­βλη­μέ­νους ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νεια. Ἐ­ξαί­ρε­ση ἀ­πο­τέ­λε­σαν οἱ Χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ κά­θε τρό­πο πε­ρι­ποι­οῦν­ταν τοὺς ἀ­σθε­νεῖς, ὑ­πο­κύ­πτον­τας πολ­λὲς φο­ρὲς οἱ ἴ­διοι στὸν θά­να­το ἀ­πὸ τὸν ἰ­ό.

Ἔ­χου­με δου­λειὰ νὰ κά­νου­με· ἐρ­γα­σί­α πνευ­μα­τι­κὴ νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σου­με· τὴ βο­ή­θειά μας, τὴ συμ­πα­ρά­στα­ση, τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μας νὰ ἐ­πι­δεί­ξου­με πρὸς τοὺς ἔ­χον­τες ἀ­νάγ­κη. Λοι­πὸν κα­νέ­νας «λέ­ων», κα­νέ­νας «φο­νευ­τὴς» δὲν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς στα­μα­τή­σει.

Ὑ­πάρ­χει καὶ ὁ Θε­ὸς ποὺ βλέ­πει. Ὑ­πάρ­χει καὶ ἡ πί­στη, ποὺ φτε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν κά­νει νὰ ἀ­πο­κτᾶ δυ­νά­μεις ὑ­πε­ράν­θρω­πες. Καὶ πάν­τως ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη, ἡ ὁ­ποί­α «οὗ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄[13] 5). Ἐ­μεῖς, τοῦ Θε­οῦ οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀ­νή­κου­με σ᾿ αὐ­τὴ τὴ με­ρί­δα. Καὶ μὲ τὴν πα­νο­πλί­α αὐ­τὴ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νου­με καὶ «τόν λε­ον­τα» καὶ «τοὺς φο­νευ­τάς».

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2239, 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021, σελ. 127–128

  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου