Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

   ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

(ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ)


 

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ἡ­μᾶς τοὺς ἀ­πο­στό­λους ἐ­σχά­τους ἀ­πέ­δει­ξεν, ὡς ἐ­πι­θα­να­τί­ους, ὅ­τι θέ­α­τρον ἐ­γε­νή­θη­μεν τῷ κό­σμῳ, καὶ ἀγ­γέ­λοις καὶ ἀν­θρώ­ποις. Ἡ­μεῖς μω­ροὶ διὰ Χρι­στόν, ὑ­μεῖς δὲ φρό­νι­μοι ἐν Χρι­στῷ· ἡ­μεῖς ἀ­σθε­νεῖς, ὑ­μεῖς δὲ ἰ­σχυ­ροί· ὑ­μεῖς ἔν­δο­ξοι, ἡ­μεῖς δὲ ἄ­τι­μοι. Ἄ­χρι τῆς ἄρ­τι ὥ­ρας καὶ πει­νῶ­μεν καὶ δι­ψῶ­μεν καὶ γυ­μνη­τε­ύ­ο­μεν καὶ κο­λα­φι­ζό­με­θα καὶ ἀ­στα­τοῦ­μεν καὶ κο­πι­ῶ­μεν ἐρ­γα­ζό­με­νοι ταῖς ἰ­δί­αις χερσί· λοι­δο­ρο­ύ­με­νοι εὐ­λο­γοῦ­μεν, δι­ω­κό­με­νοι ἀ­νε­χό­με­θα, βλα­σφη­μο­ύ­με­νοι πα­ρα­κα­λοῦ­μεν· ὡς πε­ρι­κα­θάρ­μα­τα τοῦ κό­σμου ἐ­γε­νή­θη­μεν, πάν­των πε­ρί­ψη­μα ἕ­ως ἄρ­τι. Οὐκ ἐν­τρέ­πων ὑ­μᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλλ᾿ ὡς τέ­κνα μου ἀ­γα­πη­τὰ νου­θε­τῶ. Ἐ­ὰν γὰρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα. Πα­ρα­κα­λῶ οὖν ὑ­μᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε.

                                   (Α΄ Κορ. δ΄[4] 9-16).

 

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

«Ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα»

        Μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ συγ­γέ­νεια μᾶς πα­ρου­σιά­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἐξ ἀ­φορ­μῆς τῆς μνή­μης τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Φι­λίπ­που. Μὲ πα­τρι­κὴ στορ­γὴ συμ­βου­λεύ­ει καὶ νου­θε­τεῖ τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Κο­ρίν­θου κι ἔ­πει­τα ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἐ­ὰν μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα».

Ἐ­ὰν ἔ­χε­τε πά­ρα πολ­λοὺς παι­δα­γω­γοὺς καὶ δι­δα­σκά­λους ἐν Χρι­στῷ, δὲν ἔ­χε­τε ὅ­μως πολ­λοὺς πα­τέ­ρες. Δι­ό­τι ἐ­γὼ μὲ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου σᾶς γέν­νη­σα πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ χά­ρη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἡ κοι­νω­νί­α καὶ ἡ σχέ­ση μου μὲ τὸν Χρι­στό.

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἦ­ταν ὁ πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας γιὰ τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Κο­ρίν­θου. Αὐ­τὸς ποὺ τοὺς ἀ­να­γέν­νη­σε πνευ­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ πνευ­μα­τι­κὴ συγ­γέ­νεια μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με πρῶ­τον ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα καὶ δεύ­τε­ρον ποι­ὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ δι­κή μας στά­ση ἀ­πέ­ναν­τί του. 

1. ΤΟ Εργο τοΥ ΠνευματικοΥ

Πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας σύμ­φω­να μὲ τὸν λό­γο τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος, εἴ­τε ἱ­ε­ρέ­ας εἴ­τε μο­να­χὸς ἢ λα­ϊ­κός, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἔ­φε­ρε κον­τά μας σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς μας γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴ συ­νει­δη­τὴ πί­στη καὶ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας θε­ω­ρεῖ­ται ὁ ἱ­ε­ρέ­ας στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας ἀλ­λὰ καὶ κα­τα­φεύ­γου­με γιὰ νὰ λά­βου­με κα­τάλ­λη­λες συμ­βου­λὲς καὶ κα­θο­δή­γη­ση στὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γώ­να.

Τὸ ἔρ­γο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα, ὅ­πως μὲ θαυ­μά­σιο τρό­πο ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, εἶ­ναι τὸ «ψυ­χὴν πτε­ρῶ­σαι, ἁρ­πά­σαι κό­σμου καὶ δοῦ­ναι Θε­ῷ». Νὰ δώ­σει δη­λα­δὴ πνευ­μα­τι­κὰ φτε­ρὰ στὴν ψυ­χὴ τοῦ πι­στοῦ, νὰ τὴν ἁρ­πά­ξει ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου καὶ νὰ τὴν ἀ­σφα­λί­σει κον­τὰ στὸν Θε­ό. Ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­παι­τοῦν πολ­λὲς φρον­τί­δες, νου­θε­σί­ες καὶ προ­σευ­χές. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τὸ ἐ­ξαί­ρε­το πρό­τυ­πο πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τρός, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν ἔ­παυ­ε «με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον» (Πράξ. κ΄[20] 31) «ἄ­χρις οὗ μορ­φω­θῇ Χρι­στὸς» στὶς ψυ­χὲς τῶν πι­στῶν (Γαλ. δ΄[4] 19).

Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες πα­ρο­μοιά­ζουν τὸν Πνευ­μα­τι­κὸ μὲ ἰα­τρό. Ὅ­πως ἀ­να­ζη­τοῦ­με ἕ­ναν κα­λὸ προ­σω­πι­κὸ για­τρὸ καὶ τοῦ ἐκ­θέ­του­με τὸ ἱ­στο­ρι­κό μας καὶ ὅ­λα τὰ συμ­πτώ­μα­τα ἀ­σθε­νεί­ας ποὺ τυ­χὸν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, προ­κει­μέ­νου νὰ μᾶς δώ­σει τὸ κα­τάλ­λη­λο φάρ­μα­κο, ἔ­τσι ὀ­φεί­λου­με νὰ βροῦ­με κι ἕ­ναν κα­λὸ Πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς μας.

Ὀ­νο­μά­ζουν ἐ­πί­σης τὸν Πνευ­μα­τι­κὸ καὶ «ἀ­λεί­πτη», δη­λα­δὴ προ­πο­νη­τή, ἐ­πει­δὴ στοὺς ἀρ­χαί­ους ἀ­γῶ­νες πά­λης ἄ­λει­φαν τοὺς ἀ­θλη­τὲς μὲ λά­δι γιὰ νὰ ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τὶς λα­βὲς τοῦ ἀν­τι­πά­λου. Πα­ρο­μοί­ως καὶ ὁ Πνευ­μα­τι­κὸς μὲ τὶς κα­τάλ­λη­λες ὁ­δη­γί­ες καὶ πα­ραι­νέ­σεις συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται ὡς κα­λὸς προ­πο­νη­τὴς κον­τὰ σὲ κά­θε Χρι­στια­νὸ ποὺ κα­λεῖ­ται ν’ ἀ­γω­νί­ζε­ται πνευ­μα­τι­κὰ καὶ τὸν βο­η­θᾶ γιὰ νὰ γλι­στρᾶ καὶ νὰ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ παγ­κά­κου δι­α­βό­λου. 

2. Ο Πνευματικός μας κι ΕμεΙς

Ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη λοι­πὸν ὅ­λοι ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα.

Τί ὀ­φεί­λου­με ὅ­μως ἐ­μεῖς νὰ κά­νου­με;

Αὐ­τὸ ποὺ ὀ­φεί­λου­με κυ­ρί­ως εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή μας. Ὁ Πνευ­μα­τι­κὸς μᾶς δί­νει ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με ἢ τί νὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Ἂς τὸν ἀ­κοῦ­με, δι­ό­τι δὲν ὁ­μι­λεῖ μὲ προ­σω­πι­κὰ κρι­τή­ρια καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λεια ἀλ­λὰ μὲ φό­βο Θε­οῦ καὶ συ­ναί­σθη­ση εὐ­θύ­νης γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει νὰ δι­α­κρί­νου­με ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Σι­να­ΐ­της λέ­γει ὅ­τι «αὐ­τὸς ποὺ ἄλ­λο­τε ὑ­πα­κού­ει κι ἄλ­λο­τε πα­ρα­κού­ει στὸν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα μοιά­ζει μὲ ἄν­θρω­πο ποὺ βά­ζει στὰ μά­τια του ἄλ­λο­τε κολ­λύ­ριο κι ἄλ­λο­τε ἀ­σβέ­στη. Ποι­ὸ τὸ ὄ­φε­λος;» (Κλῖ­μαξ, Λό­γος Δ΄). Ἂς πά­ρου­με λοι­πὸν ἀ­πό­φα­ση νὰ κά­νου­με τε­λεί­α ὑ­πα­κο­ὴ στὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­σφά­λεια γιὰ μᾶς καὶ χα­ρὰ γιὰ τὸν ἴ­διο ποὺ θὰ βλέ­πει τὴν πνευ­μα­τι­κή μας προ­κο­πή. Ὁ ἀ­πό­στο­λος καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης γρά­φει: «Πο­λὺ με­γά­λη χα­ρὰ δο­κί­μα­σα, δι­ό­τι βρῆ­κα ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὰ παι­διά σου νὰ πο­ρεύ­ον­ται σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Β΄ Ἰ­ω. 4). Ἂς δί­νου­με κι ἐ­μεῖς χα­ρὰ στὸν Πνευ­μα­τι­κὸ μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ή μας!

Τί εὐ­λο­γί­α νὰ ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα! Πό­σους ἀ­γῶ­νες καὶ προ­σευ­χές, πό­σες θυ­σί­ες καὶ κό­πους κα­τα­βάλ­λει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός, γιὰ νὰ μᾶς πε­ρά­σει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν τρι­κυ­μι­σμέ­νη θά­λασ­σα τοῦ κό­σμου στὸ λι­μά­νι τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ;! Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν ἅ­γιο Θε­ὸ νὰ μᾶς χα­ρί­ζει πάν­το­τε πνευ­μα­τι­κό μας πα­τέ­ρα ἄ­ξιο ὁ­δη­γὸ στὴν πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­α πρὸς τὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α.              

   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.

                                                  (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸν νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸν νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸν νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θετί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἰ­η­σο­ῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸν λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ἢ συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου