Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Η ΕΝ Τῼ ΝΑῼ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ 

Η ΕΝ Τῼ ΝΑῼ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

(21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)

Ἀ­δελ­φοί, εἶ­χεν ἡ πρώ­τη σκη­νὴ δι­και­ώ­μα­τα λα­τρε­ί­ας τό τε ῞Α­γιον κο­σμι­κόν. Σκη­νὴ γὰρ κα­τε­σκευ­ά­σθη ἡ πρώ­τῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυ­χνί­α καὶ ἡ τρά­πε­ζα καὶ ἡ πρό­θε­σις τῶν ἄρ­των, ἥ­τις λέ­γε­ται ῞Α­για. Με­τὰ δὲ τὸ δε­ύ­τε­ρον κα­τα­πέ­τα­σμα σκη­νὴ ἡ λε­γο­μέ­νη ῞Α­για ῾Α­γί­ων, χρυ­σοῦν ἔ­χου­σα θυ­μι­α­τή­ριον καὶ τὴν κι­βω­τὸν τῆς δι­α­θή­κης πε­ρι­κε­κα­λυμ­μέ­νην πάν­το­θεν χρυ­σί­ῳ, ἐν ᾗ στά­μνος χρυ­σῆ ἔ­χου­σα τὸ μάν­να καὶ ἡ ῥά­βδος ᾿Α­α­ρὼν ἡ βλα­στή­σα­σα καὶ αἱ πλά­κες τῆς δι­α­θή­κης, ὑ­πε­ρά­νω δὲ αὐ­τῆς Χε­ρου­βὶμ δό­ξης κα­τα­σκι­ά­ζον­τα τὸ ἱ­λα­στή­ριον· πε­ρὶ ὧν οὐκ ἔ­στι νῦν λέ­γειν κα­τὰ μέ­ρος. Το­ύ­των δὲ οὕ­τω κα­τε­σκευ­α­σμέ­νων εἰς μὲν τὴν πρώ­την σκη­νὴν διὰ παν­τὸς εἰ­σί­α­σιν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τὰς λα­τρε­ί­ας ἐ­πι­τε­λοῦν­τες, εἰς δὲ τὴν δευ­τέ­ραν ἅ­παξ τοῦ ἐ­νια­υτοῦ μό­νος ὁ ἀρ­χι­ε­ρε­ύς, οὐ χω­ρὶς αἵ­μα­τος, ὃ προ­σφέ­ρει ὑ­πὲρ ἑ­αυ­τοῦ καὶ τῶν τοῦ λα­οῦ ἀ­γνο­η­μά­των         

                                        (Ἑβρ. θ΄ [9] 1 – 7)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀδελφοί, ἂς βγά­λου­με τώ­ρα κά­ποι­ο συμ­πέ­ρα­σμα γιά ὅ­σα εἴ­πα­με σχε­τι­κά μέ τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, κι ς τά δι­α­σα­φη­νί­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Εἶ­χε βέ­βαι­α καί πρώ­τη Δι­α­θή­κη νό­μους καί λα­τρευ­τι­κές δι­α­τά­ξεις, κα­θώς κι ἕ­να ἐ­πί­γει­ο θυ­σι­α­στή­ριο. Κα­τα­σκευ­ά­στη­κε δη­λα­δή τό πρῶ­το δι­α­μέ­ρι­σμα τς σκη­νῆς, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πῆρ­χε ἡ λυ­χνί­α καί τρά­πε­ζα τς προ­θέ­σε­ως καί ο ἄρ­τοι πού το­πο­θε­τοῦν­ταν πά­νω σ’ αὐ­τήν ς προ­σφο­ρά στό Θε­ό. Καί τό πρῶ­το αὐ­τό δι­α­μέ­ρι­σμα τς σκη­νῆς λε­γό­ταν «Ἅ­για». Ἔ­πει­τα, πί­σω ἀ­πό τό δεύ­τε­ρο κα­τα­πέ­τα­σμα ἦ­ταν τό μέ­ρος τς σκη­νῆς πού λε­γό­ταν «Ἅ­για Ἁ­γί­ων». Στά Ἅ­για τν Ἁ­γί­ων ὑ­πῆρ­χε ἕ­να χρυ­σό θυ­μι­α­τή­ριο καί Κι­βω­τός τς Δι­α­θή­κης, πού ἦ­ταν γύ­ρω-γύ­ρω κα­λυμ­μέ­νη μέ χρυ­σά­φι ἀ­π’ ὅ­λες τίς πλευ­ρές της. Μέ­σα στήν κι­βω­τό αὐ­τή ὑ­πῆρ­χε μιά χρυ­σή στά­μνα πού πε­ρι­εῖ­χε ἀ­πό τό πε­ρί­φη­μο μάν­να, κα­θώς ἐ­πί­σης καί ρά­βδος το Ἀ­α­ρών πού εἶ­χε βλα­στή­σει θαυ­μα­τουρ­γι­κά, καί ο θε­ο­χά­ρα­κτες πλά­κες τς Δι­α­θή­κης. Πά­νω ἀ­πό τήν κι­βω­τό ὑ­πῆρ­χαν δύ­ο χρυ­σά Χε­ρου­βίμ ἔν­δο­ξα, πού ἀ­νά­με­σά τους ἐμ­φα­νι­ζό­ταν καί μι­λοῦ­σε Θε­ός. Αὐ­τά σκέ­πα­ζαν μέ τά φτε­ρά τους καί σκί­α­ζαν τό χρυ­σό κά­λυμ­μα τς κι­βω­τοῦ, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν ἱ­λα­στή­ριο. Ἀλ­λά γιά ὅ­λα αὐ­τά δέν εἶ­ναι τώ­ρα και­ρός νά μι­λή­σου­με μέ λε­πτο­μέ­ρει­ες. Ἔ­τσι λοι­πόν εἶ­χαν αὐ­τά σχε­δια­σθεῖ καί μ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο εἶ­χε κα­τα­σκευα­σθεῖ σκη­νή, ὥ­στε στό πρῶ­το δι­α­μέ­ρι­σμά της, δη­λα­δή στά Ἅ­για, νά μπαί­νουν πάν­το­τε ο ἱ­ε­ρεῖς καί νά τε­λοῦν τίς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες. Στό δεύ­τε­ρο ὅ­μως δι­α­μέ­ρι­σμα τς σκη­νῆς, δη­λα­δή στά Ἅ­για τν Ἁ­γί­ων, ἔμ­παι­νε μί­α φο­ρά τό χρό­νο, τήν ἡ­μέ­ρα το ἐ­ξι­λα­σμοῦ, μό­νον ἀρ­χι­ε­ρέ­ας. Κι αὐ­τός δέν ἔμ­παι­νε χω­ρίς αἷ­μα, ἀλ­λά ἔ­φερ­νε μα­ζί του τό αἷ­μα τν ζώ­ων, τό ὁ­ποῖ­ο πρό­σφε­ρε ς ἐ­ξι­λα­στή­ρια θυ­σί­α γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες πού ἀ­πό ἄ­γνοι­α εἶ­χε δι­α­πρά­ξει λα­ός.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σῆλ­θεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἰς κώ­μην τι­νά. γυ­νὴ δέ τις, ὀ­νό­μα­τι Μάρθα, ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν εἰς τὸν οἶ­κον αὐ­τῆς. Καὶ τῇ­δε ἦν ἀ­δελ­φὴ κα­λου­μέ­νη Μα­ρί­α, ἣ καὶ πα­ρα­κα­θί­σα­σα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ, ἤ­κου­ε τὸν λό­γον αὐ­τοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα πε­ρι­ε­σπᾶ­το πε­ρὶ πολ­λὴν δι­α­κο­νί­αν· ἐ­πι­στᾶ­σα δὲ εἶ­πε· Κύριε, οὐ μέ­λει σοι ὅ­τι ἡ ἀ­δελφή μου μό­νην με κα­τέ­λι­πε δι­α­κο­νεῖν; εἰ­πὲ οὖν αὐ­τῇ ἵ­να μοι συ­ναν­τι­λά­βη­ται. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ εἶ­πεν αὐ­τῇ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Μάρθα, Μάρθα, με­ρι­μνᾷς καὶ τυρ­βά­ζῃ πε­ρὶ πολ­λά, ἑ­νὸς δέ ἐ­στι χρε­ί­α. Μα­ρί­α δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν με­ρί­δα ἐ­ξε­λέ­ξα­το, ἥ­τις οὐκ ἀ­φαι­ρε­θή­σε­ται ἀπ᾿ αὐ­τῆς. ᾿Ε­γέ­νε­το δὲ ἐν τῷ λέ­γειν αὐ­τὸν ταῦ­τα, ἐ­πά­ρα­σά τις γυ­νὴ φω­νὴν ἐκ τοῦ ὄ­χλου, εἶ­πεν αὐ­τῷ· Μα­κα­ρί­α ἡ κοι­λί­α ἡ βα­στά­σα­σά σε, καὶ μα­στοὶ οὓς ἐ­θή­λα­σας. Αὐ­τὸς δὲ εἶ­πε· Με­νοῦν­γε μα­κά­ριοι οἱ ἀ­κο­ύ­ον­τες τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ, καὶ φυ­λάσ­σον­τες αὐ­τόν.       

  (Λουκ. ι΄ [10] 38 – 42 καὶ ια΄ [11]  27 – 28)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μπῆκε ὁ Ἰησοῦς σ' ἕνα χωριό. Καὶ κάποια γυναίκα ποὺ ὀνομαζόταν Μάρθα τὸν ὑποδέχθηκε στό σπίτι της. Αὐτὴ εἶχε μία ἀδελφὴ ποὺ λεγόταν Μαρία, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ ὅπως ἡ Μάρθα, ἀλλά καὶ κάθισε κοντὰ στὰ πόδια του ὡς ταπεινή μαθήτρια κι ἄκουγε μὲ ἀπερίσπαστη προσοχή τὴ διδασκαλία του. Ἡ Μάρθα ὅμως ἦταν ἀπασχολημένη καὶ πνιγμένη σὲ πολλὴ ἐργασία, φροντίζοντας νὰ ἑτοιμάσει τὸ φαγητὸ καὶ νὰ περιποιηθεῖ τὸν Διδάσκαλο. Κάποια στιγμή λοιπὸν στάθηκε κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπε: Κύριε δὲν σὲ νοιάζει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνη μου νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ἑτοιμάζω τὸ τραπέζι; Πὲς της λοιπόν νά μὲ βοηθήσει. Τότε τῆς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Μάρθα, Μάρθα, βασανίζεις καὶ ταλαιπωρεῖς τὸ νοῦ σου μὲ πολλὲς ἀγωνιώδεις φροντίδες, καὶ κουράζεις τὸ σῶμα σου γιά νά προετοιμάσεις πολλά πράγματα. Ἐνῶ ἕνα εἶναι χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, ἡ ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴν τὴν τροφὴ διάλεξε ἡ Μαρία, τὴν καλὴ καὶ ὠφέλιμη μερίδα, ποὺ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ ποτέ. Διότι οἱ ὠφέλειες τῆς πνευματικῆς αὐτῆς τροφῆς δὲν εἶναι προσωρινὲς καὶ φθαρτές, ἀλλά πνευματικὲς καὶ αἰώνιες. Κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς τὰ ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναίκα ἀπ' τὸ πλῆθος, ἐπειδὴ ἐνθουσιάστηκε ἀπό τὴ διδασκαλία του, ἔβγαλε μιά δυνατή φωνή καὶ εἶπε: Εὐτυχισμένη ἡ κοιλιὰ ποὺ σὲ βάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλασες. Εὐτυχισμένη δηλαδὴ ἡ μητέρα ποὺ σὲ γέννησε καὶ σὲ ἀνέθρεψε. Κι αὐτὸς εἶπε: Ἀληθινά, εὐτυχισμένη εἶναι ἡ μητέρα μου· ἀλλά μὴν ξεχνᾶτε ὅτι μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν. Μ' αὐτὴ τὴν ἔννοια, αὐτὴ ποὺ μὲ γέννησε καὶ μὲ θήλασε, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς δέχθηκε τὴ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει μητέρα μου, διότι φύλαξε πάντοτε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

 

ΤΑ ΕΙσόδια τΗς Θεοτόκου

Τὴν 21η Νο­εμ­βρί­ου πα­νη­γυ­ρί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τὰ Εἰ­σό­δια τῆς Θε­ο­τό­κου ἢ ὅ­πως ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα γρά­φει τὸ συ­να­ξά­ριο τῆς ἡ­μέ­ρας: «τὴν μνή­μην τῆς ἐν τῷ να­ῷ εἰ­σό­δου τῆς Θε­ο­μή­το­ρος». Ὁ βί­ος τῆς Θε­ο­τό­κου, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ἀ­φη­γή­σεις τῶν αὐ­θεν­τι­κῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων γιὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­σμό, τὴν ἐ­πί­σκε­ψη στὴν Ἐ­λι­σά­βετ καὶ τὰ ἄλ­λα πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς ζω­ῆς της ποὺ ἄ­με­σα συν­δέ­ον­ται μὲ τὸν βί­ο καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, δὲν μᾶς εἶ­ναι γνω­στὸς πα­ρὰ μό­νο ἀ­πὸ τὶς δι­η­γή­σεις τῶν ἀ­πο­κρύ­φων, ποὺ ἀ­νέ­λα­βαν νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὰ ὑ­πάρ­χον­τα κε­νά. Τὴν εἴ­σο­δό της στὸν να­ό, ποὺ ἑ­ορ­τά­ζο­με, μᾶς τὴν πε­ρι­γρά­φει μὲ πολ­λὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες τὸ λε­γό­με­νο Πρω­τευ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ἰ­α­κώ­βου. Τὸ ἄ­τε­κνο ζεῦ­γος τοῦ Ἰ­ω­α­κεὶμ καὶ τῆς Ἄν­νης ἀ­πο­κτοῦν κα­τὰ θεί­α ἐ­παγ­γε­λί­α τέ­κνο, τὴν Μα­ρί­α, καὶ τώ­ρα, τρι­ε­τί­ζου­σα, τὴν ἀ­φι­ε­ρώ­νουν στὸν να­ὸ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κα­τὰ τὴν ὑ­πό­σχε­σή των, γιὰ νὰ ἀ­να­τρα­φεῖ ἐ­κεῖ καὶ νὰ δι­α­κο­νεῖ σ᾿ αὐ­τόν. Τὴν ὑ­πο­δέ­χε­ται ὁ ἀρ­χι­ε­ρεὺς Ζα­χα­ρί­ας, ὁ κα­τό­πιν πα­τὴρ τοῦ Προ­δρό­μου, καὶ προ­φή­της αὐ­τός, γνω­ρί­ζον­τας τὸν θεῖ­ο προ­ο­ρι­σμὸ τῆς κό­ρης, τὴν εἰ­σά­γει κα­τὰ μο­να­δι­κὴ ἐ­ξαί­ρε­ση στὰ ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, ὅ­που καὶ ἀ­να­τρέ­φε­ται μὲ τρο­φὴ ποὺ τῆς ἔ­φερ­ναν οἱ ἄγ­γε­λοι. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι καὶ τὸ θέ­μα τῆς ση­με­ρι­νῆς ἑ­ορ­τῆς. Ἔ­τσι τὸ βλέ­πο­με ἀ­πο­τυ­πού­με­νο στὶς ἐ­ορ­το­λο­γι­κὲς εἰ­κό­νες καὶ ἔ­τσι τὸ ἀ­κού­ο­με ὑ­μνού­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἱ­ε­ρὰ ὑ­μνο­γρα­φί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς.

Με­γά­λη βα­σι­λι­κὴ πρὸς τι­μὴν τῆς Θε­ο­τό­κου ἔ­κτι­σε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Ἰ­ου­στι­νια­νὸς στὴν θέ­ση τοῦ πα­λαι­οῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ να­οῦ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, στὸν λό­φο Μο­ρί­α. Τὰ ἐγ­καί­νιά του ἔ­γι­ναν τὴν 21η Νο­εμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 543. Ὁ να­ὸς αὐ­τὸς ὠ­νο­μά­ζε­το «Ἁ­γί­α Μα­ρί­α ἡ Νέ­α» «Νέ­α Ἐκ­κλη­σί­α». Ἀ­πὸ τὸν τό­πο ὅ­που εἶ­χε κτι­σθεῖ, ὅ­που πρὶν ἦ­σαν τὰ «ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων», ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ συν­δυα­σθεῖ μὲ τὴν δι­ή­γη­ση τοῦ Πρω­τευ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­τσι ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν ἐγ­και­νί­ων τοῦ να­οῦ αὐ­τοῦ, συ­ν­δέ­θηκε μὲ τὴν δι­ή­γη­ση ἐ­κεί­νη καὶ δι­α­δό­θηκε στὸν χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο σὰν ἑ­ορ­τή, ὄ­χι πιὰ τῶν ἐγ­και­νί­ων τῆς «Νέ­ας Ἐκ­κλη­σί­ας», ποὺ εἶ­χε κα­θα­ρῶς το­πι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, ἀλ­λὰ σὰν μνή­μη τῆς εἰ­σό­δου τῆς Πα­να­γί­ας στὰ ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, σὰν «Εἰ­σό­δια τῆς Θε­ο­τό­κου».

Στὸ θέ­μα τῆς ση­με­ρι­νῆς ἑ­ορ­τῆς συ­ναν­τᾶ­ται καὶ πα­ραλ­λη­λί­ζε­ται ὁ να­ὸς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης μὲ τὸν να­ὸ τῆς Και­νῆς. Τὸ πα­λαι­ὸ σκή­νω­μα τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὸ νέ­ο. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος να­ὸς τοῦ μό­νου ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ. Σκή­νω­μά Του με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων. Να­ὸς κα­θα­ρός, ἅ­γιος, ἀ­μί­αν­τος. Σ᾿ αὐ­τὸν ἐ­τε­λε­σι­ουρ­γεῖ­το τὸ μυ­στή­ριο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ στὸ μέ­σον του λα­οῦ Του. Αὐ­τὸς ποὺ ὁ οὐ­ρα­νὸς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δὲν χω­ροῦ­σε κα­τοι­κοῦ­σε στὸ ἱ­ε­ρὸ αὐ­τὸ κτί­σμα. Πο­λὺ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ Σο­λο­μὼν στὴν προ­σευ­χὴ ποὺ ἀ­νέ­πεμ­ψε κα­τὰ τὴν με­γά­λη ἡ­μέ­ρα τῶν ἐγ­και­νί­ων του: «ὅ­τι εἰ ἀ­λη­θῶς κα­τοι­κή­σει ὁ Θε­ὸς με­τὰ ἀν­θρώ­πων ἐ­πὶ τῆς γῆς; Εἰ ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ οὐκ ἀρ­κέ­σου­σί σοι καὶ τίς ὁ οἶ­κος οὗ­τος, ὅν ὠ­κο­δό­μη­σα;». Καὶ ὅ­μως ὁ ἀ­χώ­ρη­τος Θε­ὸς αὐ­τὸν τὸν τό­πον ἠ­γά­πη­σε καὶ ἐ­ξέ­λε­ξε. «Αὔ­τη ἡ κα­τά­παυ­σίς μου εἰς αἰ­ώ­να αἰ­ῶ­νος, ὧ­δε κα­τοι­κή­σω ὅ­τι ἠ­ρε­τη­σά­μην αὐ­τήν», ψάλ­λει γιὰ τὴν Σι­ὼν ὁ ἱ­ε­ρὸς ποι­η­τὴς τοῦ 131ου ψαλ­μοῦ. Πρὸς αὐ­τὸν τὸν να­ὸ καὶ μό­νο συ­νέ­τρε­χε ὁ Ἰσ­ρα­ὴλ καὶ ἀ­νέ­φε­ρε τὴν μό­νη δε­κτὴ καὶ εὐ­ά­ρε­στο στὸν Θε­ὸ λα­τρεί­α. Ἦ­ταν ὁ μό­νος να­ός, τοῦ μό­νου ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.

Σ᾿ αὐ­τὸν τὸν να­ὸ τώ­ρα προ­σφέ­ρε­ται ἡ Παρ­θέ­νος. Τρι­ε­τὴς αὐ­τή, προ­σά­γε­ται σὰν κα­θα­ρὰ καὶ ἄ­μω­μος θυ­σί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους πρὸς τὸν Θε­ό, ὅ­πως ὁ γε­νάρ­χης Ἀ­βρα­ὰμ προ­σέ­φε­ρε τρι­ε­τί­ζου­σα δά­μα­λι θυ­σί­α στὸν Θε­ό. Καὶ ἡ λο­γι­κὴ αὐ­τὴ ζῶ­σα θυ­σί­α γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτὴ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ εἰ­σά­γε­ται σ᾿ αὐ­τὰ τὰ ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, στὸ ἄ­δυ­το ἐν­δι­αί­τη­μα τοῦ Θε­οῦ. Τὸ ἐ­πί­γει­ο κα­τοι­κη­τή­ριο τοῦ παν­τά­να­κτος Θε­οῦ, γί­νε­ται κα­τοι­κί­α τῆς πιὸ ἐ­κλε­κτῆς καὶ πιὸ ἁ­γνῆς ὑ­πάρ­ξε­ως ποὺ πα­ρή­γα­γε πο­τὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Αὐ­τὸ θρι­αμ­βευ­τι­κὰ ψάλ­λει τὸ δο­ξα­στι­κὸ τῶν αἴ­νων τοῦ ὄρ­θρου τῆς ἑ­ορ­τῆς, ποί­η­μα Λέ­ον­τος τοῦ μα­ΐ­στο­ρος τοῦ β΄ ἤ­χου.

Ὁ να­ὸς αὐ­τὸς ὁ νο­μι­κὸς ἦ­ταν ὁ τύ­πος τῆς Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, ἡ προ­φη­τι­κὴ εἰ­κὼν καὶ ἡ προ­τύ­πω­ση τοῦ ὑ­περ­φυ­οῦς μυ­στη­ρί­ου ποὺ συ­νε­τε­λέ­σθηκε μέ­σα στὰ σπλά­χνα τῆς ἁ­γνῆς κό­ρης. Για­τί μό­νο σ᾿ αὐ­τὴν κα­τώ­κη­σε ὁ μό­νος Θε­ός. Ἡ μη­τρι­κὴ κοι­λί­α της ἔ­γι­νε τὰ ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων, στὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­σκή­νω­σε ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ ἀ­νε­δεί­χθη ἡ ἀ­λη­θὴς σκη­νὴ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τοῦ Θε­οῦ, ὁ ἐ­πί­γει­ος ἄ­χραν­τος καὶ ἀ­κα­τά­λυ­τος να­ός Του· ἡ ἔμ­ψυ­χος καὶ ἄ­ψαυ­στος κι­βω­τὸς τῆς δι­α­θή­κης τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴν πα­ρα­δό­ξως προ­δι­ε­τύ­πω­σαν ἡ στά­μνος μὲ τὸ μάν­να, τὸν ἄρ­τον τῶν ἀγ­γέ­λων ποὺ ἔ­φα­γαν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ πα­λαι­οῦ νό­μου, καὶ ἡ ξη­ρὰ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρὼν ποὺ ἐ­βλά­στη­σε, γιὰ νὰ ση­μά­νει τὴν θεί­α ἐ­κλο­γὴ καὶ πρό­κρι­ση τοῦ πα­λαι­οῦ ἱ­ε­ρα­τεί­ου, τὰ ἱ­ε­ρὰ δη­λα­δὴ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ ἐ­φυ­λάσ­σον­το μέ­σα στὴν κι­βω­τὸ τῆς δι­α­θή­κης, σὰν μαρ­τύ­ρια τῆς δι­α­θή­κης τοῦ Θε­οῦ μὲ τὸν λα­ὸ Τοῦ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν Θε­ο­τό­κο ἐ­ξει­κό­νι­ζε καὶ ἡ κα­τὰ ἀ­να­το­λὰς πύ­λη τοῦ να­οῦ, ποὺ εἶ­δε στὸ ὅ­ρα­μά του ὁ προ­φή­της Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ. Ἡ πύ­λη, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐμ­πῆ­κε στὸν κό­σμο ὁ Θε­ὸς καὶ ἔ­μει­νε γιὰ πάν­τα «κε­κλει­σμέ­νη». Αὐ­τὴν προ­φη­τι­κὰ ἐ­συμ­βό­λι­ζε καὶ τὸ κα­τα­πέ­τα­σμα τοῦ να­οῦ, ποὺ ἐ­κρέ­με­το με­τα­ξὺ Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­πων καὶ ἐ­χώ­ρι­ζε, ἀλ­λὰ καὶ ἥ­νω­νε, τὰ ἅ­για τοὺ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ να­οῦ πρὸς τὰ ἅ­για τῶν ἁ­γί­ων. ...

Πῶς ὁ ἀ­χώ­ρη­τος Θε­ὸς ἐ­χώ­ρη­σε μέ­σα στὰ σπλά­χνα τῆς Παρ­θέ­νου; Πῶς ἡ ἁ­γνὴ κό­ρη τοῦ Ἰ­ω­α­κεὶμ καὶ τῆς Ἄν­νης ἔ­γι­νε ἐ­που­ρά­νιος σκη­νὴ τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ; Πῶς ἀ­πὸ τὴν παρ­θε­νι­κή της σάρ­κα ἔ­λα­βε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο φύ­ρα­μα ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ; Πῶς τὸ πε­πε­ρα­σμέ­νο σῶ­μα της ἔ­γι­νε πλα­τύ­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς οὐ­ρα­νούς; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο τοῦ νέ­ου ἐμ­ψύ­χου να­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Σ᾿ αὐ­τὸν συ­νην­τή­θει ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὸν Θε­ό, για­τί μέ­σα της ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, γιὰ νὰ γί­νει ὁ ἄν­θρω­πος Θε­ός. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ προ­ε­τύ­πω­νε ὁ σκι­ώ­δης να­ός, ποὺ τὴν δέ­χθη­κε σή­με­ρα στὰ ἄ­δυ­τά του, ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κό­της σ᾿ αὐ­τήν. Δι᾿ αὐ­τῆς εἰ­σή­χθει ἡ χά­ρις καὶ δι᾿ αὐ­τῆς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅ­γιον ἀ­νε­καί­νι­σε τὴν κα­τα­φθα­ρεῖ­σα φύ­ση. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς θὰ ἀ­κού­σου­με νὰ με­λω­δεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς ποι­η­τὴς τοῦ κον­τα­κί­ου τῆς ἑ­ορ­τῆς:

«Ὁ κα­θα­ρώ­τα­τος να­ὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος, ἡ πο­λυ­τί­μη­τος πα­στὰς καὶ παρ­θέ­νος, τὸ ἱ­ε­ρὸν θη­σαύ­ρι­σμα τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, σή­με­ρον εἰ­σά­γε­ται ἐν τῷ οἴ­κω Κυ­ρί­ου, τὴν χά­ριν συ­νει­σά­γου­σα τὴν ἐν Πνεύ­μα­τι θεί­ῳ, ἥν ἀ­νυ­μνοῦ­σιν ἄγ­γε­λοι Θε­οῦ· Αὕ­τη ὑ­πάρ­χει σκη­νὴ ἐ­που­ρά­νιος».

«Κα­θα­ρώ­τα­τος να­ός», λοι­πόν, ἡ Θε­ο­τό­κος. «Σκη­νὴ ἐ­που­ρά­νιος». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ θε­ο­λο­γι­κὸ νό­η­μα τῆς ση­με­ρι­νῆς ἑ­ορ­τῆς. Δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἀ­νά­μνη­ση τῆς ἀ­πο­κρύ­φου δι­η­γή­σε­ως, ἀλ­λὰ κά­τι τὸ βα­θύ­τε­ρο καὶ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο. Ἡ ἔ­ξαρ­ση τῆς θε­ο­μη­το­ρι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος τῆς Μα­ρί­ας. Ἡ ὑ­πο­γράμ­μι­ση τοῦ δόγ­μα­τος τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Ὁ πα­νη­γυ­ρι­σμὸς καὶ ἡ λει­τουρ­γι­κὴ ἐ­ξύ­μνη­ση τῆς Μη­τρὸς τοῦ Θε­οῦ, τῆς Θε­ο­τό­κου, τοῦ ζῶν­τος να­οῦ καὶ τοῦ ἀ­χράν­του κα­τοι­κη­τη­ρί­ου τοῦ Θε­οῦ. «Ἰ­δοὺ ἡ σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ με­τὰ τῶν ἀν­θρώ­πων».

Ἀλ­λὰ ἡ ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ ἔ­χει καὶ μί­α ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ θε­ο­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση. Ἡ Θε­ο­τό­κος εἶ­ναι καὶ τύ­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τοῦ νέ­ου λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ον κα­τοι­κεῖ ὁ Θε­ὸς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τεῖ. Ὅ­λων ἡ­μῶν, ποὺ διὰ τῆς σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ Λό­γου σ᾿ αὐ­τὴν καὶ ἀ­πὸ αὐ­τήν, ἐ­γί­να­με να­οὶ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος· ἐ­πί­γεια κα­τὰ χά­ριν σκη­νώ­μα­τα καὶ ἀ­χει­ρο­ποί­η­τοι οἶ­κοι τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου Θε­οῦ. Τὸ γρά­φει ρη­τῶς ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς Κο­ριν­θί­ους: «Οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ οἰ­κεῖ ἐν ὑ­μῖν; … Ὁ γὰρ να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος ἐ­στιν, οἵ­τι­νες ἐ­στε ὑ­μεῖς».

ΠΗΓΗ: Ἰ­ω­άν­νου Μ. Φουν­τού­λη, Λο­γι­κὴ Λα­τρεί­α, Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Δι­α­κο­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, Ἀ­θή­να, 1997

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου