Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

«Ἔτσι θέλω νὰ σᾶς θυμᾶμαι...»

 

ΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ 

«Ἔ­τσι θέ­λω νὰ σᾶς θυ­μᾶ­μαι...»

Δὲν εἶ­ναι ἕ­να ἢ δύ­ο χρό­νια. Δε­κα­ε­πτὰ φο­ρὰ χρό­νια μα­ζί. Ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὰ εὐ­λο­γη­μέ­να δε­σμὰ τοῦ γά­μου, ὁ Γι­ῶρ­γος καὶ ἡ Ἀ­ρε­τή, ἀ­πέ­κτη­σαν τέσ­σε­ρα χα­ρι­τω­μέ­να παι­διὰ καὶ δη­μι­ούρ­γη­σαν μί­α ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τη οἰ­κο­γέ­νεια. Ὄ­χι ὅ­τι δὲν ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν προ­βλή­μα­τα. Οἰ­κο­νο­μι­κὰ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας τὰ βγά­ζουν πέ­ρα. Καὶ στὴν ἐρ­γα­σί­α τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λα. Ὁ Γι­ῶρ­γος ἐρ­γά­ζε­ται στὸν ἰ­δι­ω­τι­κὸ το­μέ­α, σὲ ἐ­ται­ρεί­α που ἀ­παι­τεῖ ἐν­τα­τι­κὴ καὶ πο­λύ­ω­ρη δου­λειά. Κα­θὼς μά­λι­στα ἡ Ἀ­ρε­τὴ ἡ­μι­α­πα­σχο­λεῖ­ται, τὸ κύ­ριο μέ­ρος τῶν εἰ­σο­δη­μά­των τοῦ σπι­τιοῦ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον.

Ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ τὰ ἐρ­γα­σια­κὰ εἶ­ναι μη­δα­μι­νὰ μπρο­στὰ στὸ πρό­βλη­μα ποὺ ἐμ­φα­νί­σθη­κε τε­λευ­ταῖ­α στὸ σπι­τι­κό τους. Ἐ­δῶ καὶ με­ρι­κοὺς μῆ­νες οἱ δύ­ο σύ­ζυ­γοι βρί­σκον­ται δια­ρκῶς σὲ δι­α­μά­χη: ἡ Ἀ­ρε­τὴ κα­τη­γο­ρεῖ τὸν Γι­ῶρ­γο ὅ­τι ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα ἀ­που­σιά­ζει καὶ δὲν δί­νει χρό­νο στὴν οἰ­κο­γέ­νεια, κι ὁ Γι­ῶρ­γος κα­τη­γο­ρεῖ τὴν Ἀ­ρε­τὴ ὅ­τι δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν κό­πο του, ὅ­τι τὸν ἐ­λέγ­χει γιὰ τὰ πάν­τα καὶ δὲν τὸν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται κα­θό­λου. Αὐ­τὸ τὸ ἀρ­νη­τι­κὸ κλί­μα γεν­νᾶ κα­θη­με­ρι­νὲς συγ­κρού­σεις, ἐ­νῶ φαί­νε­ται νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νει ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν ἕ­ναν ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο.

Τὸ χει­ρό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ τό­σο συ­χνὲς συγ­κρού­σεις ἔ­χουν αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες τὰ ἴ­δια τὰ παι­διά. Ἀλ­λὰ τὰ παι­διὰ κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη κό­ρη, τὴ Δή­μη­τρα, ποὺ πά­ει στὴν Α' Γυ­μνα­σί­ου, μέ­χρι τὸν Νι­κο­λά­κη τῆς Α' Δη­μο­τι­κοῦ, ὅ­λα ἔ­χουν ἀν­τι­λη­φθεῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ γί­νε­ται ἕ­νας τσα­κω­μός, νι­ώ­θουν με­γά­λη στε­νο­χώ­ρια, ἐ­νῶ μέ­σα τους ἑ­δρει­ώ­νε­ται ἕ­να αἴ­σθη­μα ἀ­να­σφά­λειας. 

Με­γά­λο τραῦ­μα στὶς ψυ­χὲς τῶν παι­δι­ῶν ἦ­ταν καὶ τὸ ἀ­συλ­λό­γι­στο ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ ἔ­θε­σε ὁ πα­τέ­ρας αἰφ­νι­δι­α­στι­κὰ στὸ τρα­πέ­ζι, τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν γε­νε­θλί­ων της Δή­μη­τρας:

-Παι­διά, πῶς θὰ σᾶς φαι­νό­ταν, ἂν ἔ­με­να σὲ ἄλ­λο σπί­τι;

Πά­γω­σαν τὰ παι­διά. Ἤ­θε­λαν νὰ ζη­τή­σουν ἐ­ξη­γή­σεις, νὰ ρω­τή­σουν «για­τί», ἀλ­λὰ πρὶν μι­λή­σουν, ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­σε ἀ­μή­χα­να μὲ προ­σποι­η­τὴ ἄ­νε­ση:

-Μὴ νο­μί­ζε­τε ὅ­τι θὰ μὲ χά­σε­τε. Ἐ­κεῖ ποὺ θὰ ἔρ­χε­σθε, θὰ ἔ­χω πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο καὶ γιὰ σᾶς!

-Κα­λά, μπαμ­πά, ἐ­δῶ δὲν προ­λα­βαί­νεις νὰ παί­ξου­με τώ­ρα ποὺ εἴ­μα­στε στὸ ἴ­διο σπί­τι, πῶς θὰ ἔ­χου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο μα­ζί, ἂν φύ­γεις;... ρώ­τη­σε μὲ ἀ­πο­ρί­α ὁ Ἀ­ρι­στεί­δης, ἕ­να χρό­νο μι­κρό­τε­ρος ἀ­πὸ τὴ Δή­μη­τρα. 

-Καὶ θὰ εἶ­σαι μό­νος σου ἐ­κεῖ στὸ σπί­τι, μπαμ­πά; ἀ­πό­ρη­σε κι ἡ μι­κρὴ Ἑ­λέ­νη.

Προ­σπά­θη­σε ὁ πα­τέ­ρας νὰ πεῖ κά­τι γιὰ νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τὰ παι­διά, ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ρε. 

Ἡ Δή­μη­τρα ἄ­κου­γε σι­ω­πη­λή. Τε­λεί­ω­σε σύν­το­μα τὸ φα­γη­τὸ καὶ κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό της. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα τὴν πλη­σί­α­σε ἡ μη­τέ­ρα. Τὴ βρῆ­κε δα­κρυ­σμέ­νη νὰ κοι­τά­ζει ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο.

-Για­τί, μα­μά; εἶ­πε μὲ πα­ρά­πο­νο. Για­τί ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει αὐ­τὸ σή­με­ρα; 

Ἡ μη­τέ­ρα δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ ἀ­παν­τή­σει. Τὴν ἀγ­κά­λια­σε μό­νο μὲ στορ­γὴ κι ἔ­φυ­γε γιὰ νὰ βά­λει τὰ μι­κρό­τε­ρα παι­διὰ γιὰ ὕ­πνο. Μέ­σα της ὅ­μως «ἔ­βρα­ζε». Ἦ­ταν ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νη. Ἤ­θε­λε νὰ φω­νά­ξει στὸν Γι­ῶρ­γο γιὰ τὸν ἀ­πα­ρά­δε­κτο χει­ρι­σμό του, ἀλ­λὰ συγ­κρα­τή­θη­κε γιὰ νὰ μὴ συγ­κρου­σθοῦν πά­λι μπρο­στὰ στὰ παι­διά. Ὅ­ταν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸν βρῆ­κε γιὰ νὰ μι­λή­σουν, ἐ­κεῖ­νος ἔ­δει­ξε σὰν νὰ μὴν εἶ­χε κα­τα­λά­βει τί­πο­τα. «Ἁ­πλῶς ἤ­θε­λα νὰ κά­νω μί­α δι­ε­ρεύ­νη­ση», εἶ­πε μὲ στω­ι­κὴ ἀ­πά­θεια. Τὸ ρῆγ­μα πάν­τως εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ βα­θαί­νει... 

Ἀ­πὸ τό­τε ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα στὸ σπί­τι ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μη πιὸ βα­ριά. Οἱ δύ­ο σύ­ζυ­γοι ἐ­πι­κοι­νω­νοῦν ψυ­χρὰ καὶ τυ­πι­κὰ γιὰ τὰ θέ­μα­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, χω­ρὶς νὰ ἐκ­δη­λώ­νουν ἴ­χνος ἀ­γά­πης καὶ τρυ­φε­ρό­τη­τας με­τα­ξύ τους. Κά­τι ποὺ τὸ δι­έ­κρι­ναν ἀ­κό­μη καὶ τὰ πιὸ μι­κρὰ παι­διά. Αὐ­τὸ ἔ­δει­ξε μί­α αὐ­θόρ­μη­τη κί­νη­ση τοῦ τρί­του παι­διοῦ τους, τῆς ὀ­χτά­χρο­νης Ἑ­λε­νι­τσας.

Ἡ μι­κρὴ εἶ­χε πά­ρει στὰ χέ­ρια της καὶ ξε­φύλ­λι­ζε τὸ ἄλ­μπουμ μὲ τὶς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ γά­μου τους. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἔ­βγα­λε μί­α ἀ­πὸ τὴ θή­κη καὶ τὴν πῆ­ρε μα­ζί της. Στὴ φω­το­γρα­φί­α στε­κό­ταν τὸ νι­ό­παν­τρο ζευ­γά­ρι μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν Ἱ­ε­ρὸ Να­ό. Πό­σο ὅ­μορ­φοι ἔ­δει­χναν καὶ οἱ δύ­ο σύ­ζυ­γοι, κρα­τών­τας ὁ ἕ­νας τὸ χέ­ρι τοῦ ἄλ­λου! Ἡ Ἑ­λε­νί­τσα δὲν χόρ­ται­νε νὰ κοι­τά­ει αὐ­τὴ τὴν εἰ­κό­να. Ἔ­πει­τα ἔ­κο­ψε λί­γη ται­νί­α καὶ κόλ­λη­σε τὴ φω­το­γρα­φί­α στὴν πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου της.

-Μα­μά, ἔ­λα νὰ δεῖς!

-Τί εἶ­ναι, Λέ­να μου; Ἂ! φω­το­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὸν γά­μο... Καὶ για­τί τὴν ἔ­βα­λες ἐ­δῶ;

-Για­τί ἔ­τσι θέ­λω νὰ σᾶς θυ­μᾶ­μαι ἀ­γα­πη­μέ­νους! εἶ­πε ἡ μι­κρὴ καὶ γύ­ρι­σε πρὸς τὸν πα­τέ­ρα ποὺ κα­θό­ταν στὸν κα­να­πέ. Ἔ­δει­ξε καὶ σ᾿ ἐ­κεῖ­νον τὴ φω­το­γρα­φί­α καὶ ἐ­πα­νέ­λα­βε:

-Ἔ­τσι σᾶς θέ­λω, μπαμ­πά, ἀ­γα­πη­μέ­νους! 

 

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι οἱ ψυ­χὲς τῶν παι­δι­ῶν τραυ­μα­τί­ζον­ται, ὅ­ταν βλέ­πουν τοὺς γο­νεῖς τους νὰ δι­α­πλη­κτί­ζον­ται, νὰ μὴ μι­λοῦν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο, νὰ ἀ­πει­λοῦν μὲ δι­α­ζύ­γιο. Μέ­σα τους νι­ώ­θουν στε­νο­χώ­ρια καὶ φό­βο μή­πως συμ­βεῖ κά­τι κα­κό, ἐ­νο­χὴ μή­πως τὰ ἴ­δια ἔ­κα­ναν κά­τι λά­θος, ἐ­σω­τε­ρι­κὸ δι­χα­σμὸ γιὰ τὸ ποι­ὸς ἔ­χει δί­κιο, ἄγ­χος καὶ ἀ­να­σφά­λεια γιὰ τὸ μέλ­λον. 

Σὲ μί­α ἔ­ρευ­να ποὺ ἔ­γι­νε σὲ Πο­λι­τεί­α τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς σὲ 235 οἰ­κο­γέ­νει­ες μὲ παι­διά, ἀ­πὸ τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο μέ­χρι καὶ τὸ γυ­μνά­σιο, δι­α­πι­στώ­θη­κε ὅ­τι τὰ παι­διὰ τῶν γο­νι­ῶν ποὺ κα­βγά­δι­ζαν συ­χνὰ καὶ ἔν­το­να, ἦ­ταν πιὸ πι­θα­νὸν νὰ ἐμ­φα­νί­σουν κα­τά­θλι­ψη, ἄγ­χος καὶ νὰ πα­ρου­σιά­σουν προ­βλή­μα­τα συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Ἐ­πι­πλέ­ον οἱ εἰ­δι­κοὶ ἐ­πι­ση­μαί­νουν ὅ­τι οἱ συγ­κρού­σεις τῶν γο­νέ­ων εἶ­ναι ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ὁ­δη­γή­σουν τὰ παι­διὰ σὲ πα­ρα­βα­τι­κό­τη­τα καὶ ἐ­πι­θε­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ, νὰ ἐ­πη­ρε­ά­σουν ἀρ­νη­τι­κὰ τὴ γνω­στι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα καὶ τὴν ἐ­πί­δο­σή τους στὰ μα­θή­μα­τα, νὰ προ­κα­λέ­σουν δι­α­τα­ρα­χὲς στὴν ὑ­γεί­α τους, ὅ­πως προ­βλή­μα­τα στὸν ὕ­πνο ἢ στὴ δι­α­τρο­φή, καὶ γε­νι­κὰ νὰ δώ­σουν στὰ παι­διὰ μί­α ἀρ­νη­τι­κὴ ἄ­πο­ψη γιὰ τὴ ζω­ή. 

Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὅ­μως δύ­ο σύ­ζυ­γοι νὰ μὴ δι­α­φω­νοῦν πο­τέ; Μᾶλ­λον ὄ­χι. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ ζη­τού­με­νο. Τὸ θέ­μα εἶ­ναι νὰ μὴν ψυ­χραί­νον­ται οἱ καρ­δι­ές, νὰ μὴ φθά­νουν στὰ ἄ­κρα καὶ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νὰ μὴν καλ­λι­ερ­γοῦν­ται με­τα­ξύ τους σκέ­ψεις ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως καὶ χω­ρι­σμοῦ. Ἂν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α δι­α­φω­νί­α, ἂς ἐκ­φρά­ζε­ται ὁ γο­νέ­ας πο­λι­τι­σμέ­να, χω­ρὶς ὕ­βρεις, προ­σβο­λές, ἀ­πει­λὲς καὶ βί­α, καὶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὄ­χι μπρο­στὰ στὰ παι­διά! Γε­νι­κό­τε­ρα, ὁ τρό­πος ποὺ οἱ σύ­ζυ­γοι δι­α­χει­ρί­ζον­ται μί­α δι­α­φω­νί­α, μπο­ρεῖ νὰ γί­νει ὑ­πό­δειγ­μα γιὰ τὸ παι­δὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τυ­χὸν συγ­κρού­σεις στὴ δι­κή του ζω­ή. Εἶ­ναι εὐ­και­ρί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δύ­σκο­λες αὐ­τὲς στιγ­μὲς νὰ προ­βάλ­λον­ται ἀ­ξί­ες ὅ­πως ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α, ἡ συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἡ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­ση, ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν λα­θῶν μας καὶ ἡ με­τά­νοι­α. 

Πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα, τὰ παι­διὰ ζη­τοῦν ἀ­γά­πη. Ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς ἀ­γα­ποῦν πραγ­μα­τι­κὰ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, τό­τε ἀ­γα­ποῦν καὶ τὰ παι­διά τους. Ἡ με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο γο­νέ­ων ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη δὲν ἐ­πι­σκι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ὅ­ποι­ες δι­α­φω­νί­ες, ἀν­τα­να­κλᾶ­ται δὲ στὰ παι­διὰ καὶ δι­α­πο­τί­ζει εὐ­ερ­γε­τι­κὰ ὅ­λη τὴ ζω­ὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2245, 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021, σελ. 283–284

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου