ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω
ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον·
οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ
δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν
ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ
πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων
τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας
με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι
τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως
οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα
πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν
ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα
ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον
δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ. α[1] 11-19)
Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «...Εὐδόκησεν ὁ
Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος
αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί...».
Στὰ μεγάλα
καὶ αἰώνια καὶ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τῆς κάθε ψυχῆς, γιὰ τὸ πῶς αὐτὴ
μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, φαίνεται νὰ ἀπαντᾶ τὸ Ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα.
Βεβαίως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, λέγοντας
πὼς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τὸν διάλεξε ἀπὸ τότε ἀκόμη, ποὺ ἦταν στὰ σπλάγχνα
τῆς μητέρας του, καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὴν Χάρι Του κοντά Του, εὐαρεστήθηκε
νὰ τοῦ φανερώσει μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του τὸν Υἷόν Του, τὸν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστό.
Στὴν πραγματικότητα
ὅμως αὐτό, ποὺ συνέβει στὸν Ἀπόστολο, ἐφαρμόζεται στὶς γενικές του
γραμμὲς καὶ στὸν κάθε πιστὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ ἑπομένως μποροῦμε
μὲ βάση τὴν περιγραφὴ τοῦ θείου Ἀποστόλου νὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς: Ποῦ καὶ πῶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὸν καθένα
μας.
1. ΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Ποῦ λοιπὸν γίνεται ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ
στὸν καθένα μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημά μας. «Εὐδόκησεν ὁ Θεός... ἀποκαλύψαι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί»,
γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Εὐαρεστήθηκε ὁ Θεὸς νὰ μοῦ φανερώσει
τὸν Υἱό Του μέσα μου, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. «Ἐν ἐμοί»!
Εἶναι φανερὸ
πὼς ἐδῶ ὁ μέγας Παῦλος δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ συγκλονιστικὸ γεγονός,
ποὺ τοῦ συνέβει στὸν δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό, ὅπου τοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριός
μας μὲ ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα. Ὄχι! Ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ καὶ γιὰ κάτι
ἐσωτερικότερο, γιὰ τὴ διεργασία ποὺ ἔγινε μέσα του μετὰ τὸ θαυμαστὸ
ἐκεῖνο ὅραμα, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας ἦταν νὰ τοῦ φανερωθεῖ, ὁ Κύριος
στὴν καρδιά του μὲ ἕνα μυστικότερο ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου οὐσιαστικὸ τρόπο.
Καὶ ὄχι μόνο νὰ τοῦ φανερωθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ μένει, νὰ κατοικεῖ μέσα
του· «ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β'
20), βεβαιώνει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, πράγμα τὸ ὁποῖο ἄλλωστε
ζητάει καὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀφοῦ, ὅπως γράφει, προσεύχεται γι᾿ αὐτοὺς
νὰ ἀξιωθοῦν νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεώς τους μὲς στὶς καρδιές
τους: «κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς
πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Ἐφεσ. γ'[3] 17), σημειώνει.
Ὁπότε εἶναι
πλέον σαφὲς ποῦ ἀποκαλύπτεται
ὁ Κύριος στὸν καθένα μας: Ἀποκαλύπτεται
στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας.
Στὴν καρδιά, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπέραντο σύμπαν μέσα μας. Τόσο κοντά μας,
ἀλλὰ καὶ τόσο ἄγνωστο στοὺς περισσοτέρους μας. Ὄχι λοιπὸν στὰ ὄνειρα
καὶ στὰ ὁράματα, ὅπως νομίζουν πολλοί. Αὐτὰ μόνον ἐκτάκτως καὶ σπανίως,
σπανιότατα μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποίησει ὁ Θεός. Ἐνῶ – καὶ αὐτὸ θέλει
πολλὴ προσοχὴ – τὰ χρησιμοποιεῖ συχνὰ καὶ μὲ μεγάλη τέχνη ὁ διάβολος.
Ὄχι ἑπομένως
σ᾿ αὐτά, ἀλλὰ στὴν καρδιά, στὸ κέντρο
τῶν αἰσθημάτων καὶ τῆς ἀγάπης μας, ἐκεῖ φανερώνεται ὁ Χριστὸς στὸν
καθένα μας.
Πῶς ὅμως;
Μὲ ποιὰ διαδικασία γίνεται αὐτὴ ἡ ὑπέροχη ἀποκάλυψη;
2. Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΪΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος
μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μὲς στὴν καρδιά του ἦταν ἕνα
δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνον «εὐδόκησε»,
θέλησε δηλαδὴ μέσα στὴν ἄπειρη φιλανθρωπία Του νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ
καὶ ξεχώρισε τὸν Ἀπόστολο ἤδη «ἐκ
κοιλίας μητρὸς» αὐτοῦ καὶ τὸν κάλεσε διὰ τῆς Χάριτός Του, τότε ποὺ
τοῦ φανέρωθηκε στὸν δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό.
Εὐδόκησε,
τὸν ξεχώρισε, τὸν κάλεσε!
Τρεῖς ἐνέργειες,
μὲ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώθηκε ἡ κίνηση τῆς θεϊκῆς ἀγάπης στὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου
Ἀποστόλου. Κάτι ἄλλωστε τὸ ὁποῖο πραγματοποιεῖται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ
καθενός μας. Διότι καὶ γιὰ μᾶς «εὐδόκησε»,
εὐαρεστήθηκε νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν Υἱόν Του ὁ Θεός. Καὶ ὄχι μόνον «εὐδόκησε», ἀλλὰ καὶ μᾶς ξεχώρισε,
μᾶς διάλεξε «ἐκ κοιλίας μητρὸς»
καὶ ἀκόμη ἐνωρίτερα, πρὶν κἂν ὑπάρξουμε, «πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἐφεσ. α'[1] 4). Καὶ βέβαια μᾶς κάλεσε
καὶ ἐμᾶς «διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ»
κοντά Του, στὴν ἁγία Του Ἐκκλησία.
Ὅλα αὐτὰ
εἶναι σωστά, μεγάλα καὶ σημαντικά. Ναί, ἀλλὰ πρέπει καὶ τοῦτο ἰδιαιτέρως
νὰ ὑπογραμμίσουμε: Ὅτι ἡ κίνηση αὐτή, μὲ τὴν Ὁποία ὁ Δημιουργός
μας μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτό Του, δὲν γίνεται αὐθαίρετα, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται
καὶ ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς δικῆς μας ἀνταποκρίσεως. Καὶ τὸ ἴδιο τὸ προαιώνιο
σχέδιό Του γιὰ μᾶς τὸ ἔχει καταρτίσει βάσει τῆς προγνώσεώς Του, γιὰ τὸ
κατὰ πόσο θὰ πιστεύσουμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σχέδιο καὶ θὰ θελήσουμε ἐλεύθερα
νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὴν καρδιά μας.
Ἑπομένως
εἶναι φανερὸ πὼς τὸ ἐὰν καὶ πόσο θὰ φανερωθεῖ ὁ Θεὸς στὴν καρδιά μας,
τελικὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μόνο.
Διότι Ἐκεῖνος «πάντας ἀνθρώπους θέλει
σωθῆναι» (Α' Τιμ. β'[2] 4), ἐπιθυμεῖ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν
καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἔχει αἰωνίως κοντά Του. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς θελήσουμε
νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ ἀσύλληπτα
μεγάλο σχέδιό Του γιὰ μᾶς πραγματοποιεῖται καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλύπτει
τὸν Ἑαυτό Του καὶ μᾶς καθιστᾶ μετόχους της δόξης καὶ μακαριότητάς
Του.
Ἐὰν θελήσουμε!
Γιατί μπορεῖ καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε, ὁπότε Ἐκεῖνος ὑποχωρεῖ, δὲν μᾶς ἀναγκάζει.
Ἀλλὰ βέβαια καὶ δὲν ἀναγκάζεται! Ἐὰν δηλαδὴ ἐμεῖς τυχὸν λέμε ὅτι
πιστεύουμε, ταυτοχρόνως ὅμως κάνουμε συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτία,
Ἐκεῖνος ἀρνεῖται νὰ εἰσέλθει καὶ νὰ μείνει στὴν καρδιά μας. Ἐὰν λοιπὸν
δὲν αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία Του ἐντός μας, ἂς ψάξουμε νὰ βροῦμε τί
εἶναι αὐτό, ποὺ Τὸν ἐμποδίζει νὰ εἰσέλθει. Ἐὰν κρατᾶμε κρατούμενα,
ἐὰν ἔχουμε ἁμαρτίες ἀνεξομολόγητες, ἐὰν ἡ καρδιά μας εἶναι προσκολλημένη
κάπου ἀλλοῦ, ἂς μὴ ξεγελᾶμε τὸν ἑαυτό μας· ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ ἀνατείλει
κάποτε ἀπὸ τὴ δύση, ὁ Θεὸς ὅμως μέσα μας ἀποκλείεται νὰ φανερωθεῖ. ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ!
«Πρὸ καταβολῆς κόσμου» μᾶς ἐξέλεξε ὁ Θεός, ἀδελφοί! Τὸ σχέδιό
Του γιὰ τὸν καθένα μας καταρτίστηκε πρὶν ὑπάρξει ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἀστέρια!
Καὶ τώρα;
Τώρα, νά! Ἔφθασε ἡ στιγμὴ τῆς ἐφαρμογῆς του! Λοιπόν, τώρα ἐμεῖς θὰ ἀδιαφορήσουμε
γι᾿ αὐτό; Ὄχι! Ἀλλὰ ὁλόψυχα νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴ μεγάλη ἀγάπη
Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ Ἐκεῖνος καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του αἰώνια.
Ἀμήν!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτός ἄρχων
τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
παρεκάλει
αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν
δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι
συνέπνιγον
αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ
ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον
τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν
ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη
ἡ ῥύσις
τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός
μου; ἀρνουμένων
δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι
συνέχουσί
σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν· Ἥψατό
μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων
δύναμιν ἐξελθοῦσαν
ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε
καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο
αὐτοῦ ἀπήγγειλεν
αὐτῷ ἐνώπιον
παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη
παραχρῆμα.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου
λέγων αὐτῷ
ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν
δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν
εἰσελθεῖν
οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον
δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει.
καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι
ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν
ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε
λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε
τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη
παραχρῆμα,
καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν
οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄
[8] 41– 56)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλθεν στόν
Ἰησοῦ κάποιος ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καὶ ἦταν
ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς.
Κι ἀφοῦ
ἔπεσε γονατιστὸς κοντὰ στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει
στὸ σπίτι του, διότι εἶχε μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων
πού βρισκόταν στὰ τελευταῖα της καὶ πέθαινε. Καὶ τὴν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς
πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικὰ
καὶ τὸν πίεζαν. Τότε λοιπὸν κάποια γυναίκα πού ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία
ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα βάσανα τῆς ἀρρώστιας
της εἶχε ξοδέψει καὶ ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε
νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ κανέναν, ἀφοῦ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πίσω, ὥστε νὰ
μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς, ἐπειδὴ ντρεπόταν νὰ γίνει φανερὴ ἡ ἀρρώστια
της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός του κι ἀμέσως σταμάτησε
ἡ αἱμορραγία της. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ποιὸς
μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι οἱ τριγύρω ἀρνοῦνταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ
οἱ ἄλλοι μαθητὲς πού ἦταν μαζί του: Διδάσκαλε,
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ περικύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν ἀσφυκτικὰ· καὶ σὺ
λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Διότι ἐγώ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω
μου δύναμη θαυματουργική. Ὅταν λοιπὸν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν
μπόρεσε νὰ κρυφτεῖ καὶ δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ αὐτὸ πού ἔκανε, ἦλθε
τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της, κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὴ μπροστά του, τοῦ
διηγήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν ἄγγιξε
καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε: Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πεποίθηση πού
εἶχες ὅτι θὰ ἔβρισκες τὴν ὑγεία σου ἂν μὲ ἄγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστη σου
σ' ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε ἀνησυχία πού δοκίμαζες πιὸ πρὶν ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας σου. Κι
ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου
καὶ τοῦ εἶπε: Πέθανε ἡ κόρη σου· μὴν
κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως,
μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη
σου ἀπ' τὸ θάνατο. Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε
νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης,
ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ἡ μητέρα. Στὸ μεταξὺ ὅλοι
ἔκλαιγαν καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Ὁ
Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν
πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν
βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε
ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ τῆς φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τότε ἡ ψυχὴ της ἐπέστρεψε
στὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε ἀμέσως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν
φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού τῆς
εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν
ἐκστατικοὶ καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ βαθὺ καὶ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως
τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν αὐτὸ πού ἔγινε, γιὰ νὰ μὴν
ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου