Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕ­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ

(7 ΝΟΕΜ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2021)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)

Ἀ­δελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τὸ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑπ᾽ ἐ­μοῦ ὅ­τι οὐκ ἔ­στιν κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γὰρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τό, οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι᾽ ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ᾽Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. ᾽Η­κο­ύ­σα­τε γὰρ τὴν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ἐν τῷ ᾽Ι­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι καθ᾽ ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ ᾽Ι­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ἐν τῷ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τῶν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. Ὅ­τε δὲ εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ὸς, ὁ ἀ­φο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου καὶ κα­λέ­σας διὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοὶ, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον εἰς ᾽Α­ρα­βί­αν, καὶ πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα εἰς Δα­μα­σκόν. ῎Ε­πει­τα με­τὰ τρί­α ἔ­τη ἀ­νῆλ­θον εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐ­πέ­μει­να πρὸς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· ἕ­τε­ρον δὲ τῶν ἀ­πο­στό­λων οὐκ εἶ­δον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀ­δελ­φὸν τοῦ Κυ­ρί­ου. 

                          (Γαλ. α[1] 11-19)

 

Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «...Εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ὸς ὁ ἀ­φο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου καὶ κα­λέ­σας διὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοί...».

Στὰ με­γά­λα καὶ αἰ­ώ­νια καὶ ἀ­γω­νι­ώ­δη ἐ­ρω­τή­μα­τα τῆς κά­θε ψυ­χῆς, γιὰ τὸ πῶς αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸν Θε­ό, φαί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα. Βε­βαί­ως ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­δῶ ὁ­μι­λεῖ μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, λέ­γον­τας πὼς ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν δι­ά­λε­ξε ἀ­πὸ τό­τε ἀ­κό­μη, ποὺ ἦ­ταν στὰ σπλάγ­χνα τῆς μη­τέ­ρας του, καὶ τὸν ­κά­λε­σε μὲ τὴν Χά­ρι Του κον­τά Του, εὐ­α­ρε­στή­θη­κε νὰ τοῦ φα­νε­ρώ­σει μέ­σα στὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς του τὸν Υἷ­όν Του, τὸν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως αὐ­τό, ποὺ συ­νέ­βει στὸν Ἀ­πό­στο­λο, ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στὶς γε­νι­κές του γραμ­μὲς καὶ στὸν κά­θε πι­στὸ σὲ ὅ­λους τοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ ἑ­πο­μέ­νως μπο­ροῦ­με μὲ βά­ση τὴν πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου νὰ δοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς: Ποῦ καὶ πῶς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ Θε­ὸς στὸν κα­θέ­να μας.

1. ΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Ποῦ  λοι­πὸν γί­νε­ται ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ στὸν κα­θέ­να μας; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το ἐ­ρώ­τη­μά μας. «Εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ός... ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν Υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοί», γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος. Εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ὸς νὰ μοῦ φα­νε­ρώ­σει τὸν Υἱ­ό Του μέ­σα μου, στὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μου. «Ἐν ἐ­μοί»!

Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ἐ­δῶ ὁ μέ­γας Παῦ­λος δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται μό­νο στὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νός, ποὺ τοῦ συ­νέ­βει στὸν δρό­μο πρὸς τὴ Δα­μα­σκό, ὅ­που τοῦ φα­νε­ρώ­θη­κε ὁ Κύ­ριός μας μὲ ἐκ­πλη­κτι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα. Ὄ­χι! Ὁ Ἀ­πό­στο­λος ὁ­μι­λεῖ καὶ γιὰ κά­τι ἐ­σω­τε­ρι­κό­τε­ρο, γιὰ τὴ δι­ερ­γα­σί­α ποὺ ἔ­γι­νε μέ­σα του με­τὰ τὸ θαυ­μα­στὸ ἐ­κεῖ­νο ὅ­ρα­μα, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν νὰ τοῦ φα­νε­ρω­θεῖ, ὁ Κύ­ριος στὴν καρ­διά του μὲ ἕ­να μυ­στι­κό­τε­ρο ἀλ­λὰ καὶ ἐξ ἴ­σου οὐ­σι­α­στι­κὸ τρό­πο. Καὶ ὄ­χι μό­νο νὰ τοῦ φα­νε­ρω­θεῖ, ἀλ­λὰ καὶ νὰ μέ­νει, νὰ κα­τοι­κεῖ μέ­σα του· «ζῇ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στὸς» (Γαλ. β' 20), βε­βαι­ώ­νει στὴν πρὸς Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λή του, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄλ­λω­στε ζη­τά­ει καὶ ἀ­πὸ τοὺς πι­στούς, ἀ­φοῦ, ὅ­πως γρά­φει, προ­σεύ­χε­ται γι᾿ αὐ­τοὺς νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦν νὰ κα­τοι­κή­σει ὁ Χρι­στὸς διὰ τῆς πί­στε­ώς τους μὲς στὶς καρ­δι­ές τους: «κα­τοι­κῆ­σαι τὸν Χρι­στὸν διὰ τῆς πί­στε­ως ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν» (Ἐ­φεσ. γ'[3] 17), ση­μει­ώ­νει.

Ὁ­πό­τε εἶ­ναι πλέ­ον σα­φὲς ποῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ Κύ­ριος στὸν κα­θέ­να μας: Ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν καρ­διὰ τοῦ κα­θε­νός μας. Στὴν καρ­διά, ποὺ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πέ­ραν­το σύμ­παν μέ­σα μας. Τό­σο κον­τά μας, ἀλ­λὰ καὶ τό­σο ἄ­γνω­στο στοὺς πε­ρισ­σο­τέ­ρους μας. Ὄ­χι λοι­πὸν στὰ ὄ­νει­ρα καὶ στὰ ὁ­ρά­μα­τα, ὅ­πως νο­μί­ζουν πολ­λοί. Αὐ­τὰ μό­νον ἐ­κτά­κτως καὶ σπα­νί­ως, σπα­νι­ό­τα­τα μπο­ρεῖ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σει ὁ Θε­ός. Ἐ­νῶ – καὶ αὐ­τὸ θέ­λει πολ­λὴ προ­σο­χὴ – τὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ συ­χνὰ καὶ μὲ με­γά­λη τέ­χνη ὁ δι­ά­βο­λος. 

Ὄ­χι ἑ­πο­μέ­νως σ᾿ αὐ­τά, ἀλ­λὰ στὴν καρ­διά, στὸ κέν­τρο τῶν αἰ­σθη­μά­των καὶ τῆς ἀ­γά­πης μας, ἐ­κεῖ φα­νε­ρώ­νε­ται ὁ Χρι­στὸς στὸν κα­θέ­να μας.

Πῶς ὅ­μως; Μὲ ποι­ὰ δι­α­δι­κα­σί­α γί­νε­ται αὐ­τὴ ἡ ὑ­πέ­ρο­χη ἀ­πο­κά­λυ­ψη;

2. Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΪΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Χρι­στοῦ μὲς στὴν καρ­διά του ἦ­ταν ἕ­να δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὄ­χι μό­νον «εὐ­δό­κη­σε», θέ­λη­σε δη­λα­δὴ μέ­σα στὴν ἄ­πει­ρη φι­λαν­θρω­πί­α Του νὰ τὸ κά­νει, ἀλ­λὰ καὶ ξε­χώ­ρι­σε τὸν Ἀ­πό­στο­λο ἤ­δη «ἐκ κοι­λί­ας μη­τρὸς» αὐ­τοῦ καὶ τὸν κά­λε­σε διὰ τῆς Χά­ρι­τός Του, τό­τε ποὺ τοῦ φα­νέ­ρω­θη­κε στὸν δρό­μο πρὸς τὴ Δα­μα­σκό.

Εὐ­δό­κη­σε, τὸν ξε­χώ­ρι­σε, τὸν κά­λε­σε!

Τρεῖς ἐ­νέρ­γει­ες, μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­δη­λώ­θη­κε ἡ κί­νη­ση τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης στὴ ζω­ὴ τοῦ με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου. Κά­τι ἄλ­λω­στε τὸ ὁ­ποῖ­ο πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται καὶ στὴ ζω­ὴ τοῦ κα­θε­νός μας. Δι­ό­τι καὶ γιὰ μᾶς «εὐ­δό­κη­σε», εὐ­α­ρε­στή­θη­κε νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸν Υἱ­όν Του ὁ Θε­ός. Καὶ ὄ­χι μό­νον «εὐ­δό­κη­σε», ἀλ­λὰ καὶ μᾶς ξε­χώ­ρι­σε, μᾶς δι­ά­λε­ξε «ἐκ κοι­λί­ας μη­τρὸς» καὶ ἀ­κό­μη ἐ­νω­ρί­τε­ρα, πρὶν κἂν ὑ­πάρ­ξου­με, «πρὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου» (Ἐ­φεσ. α'[1] 4). Καὶ βέ­βαι­α μᾶς κά­λε­σε καὶ ἐ­μᾶς «διὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ» κον­τά Του, στὴν ἁ­γί­α Του  Ἐκ­κλη­σί­α.

Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι σω­στά, με­γά­λα καὶ ση­μαν­τι­κά. Ναί, ἀλ­λὰ πρέ­πει καὶ τοῦ­το ἰ­δι­αι­τέ­ρως νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με: Ὅ­τι ἡ κί­νη­ση αὐ­τή, μὲ τὴν Ὁ­ποί­α ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν Ἑ­αυ­τό Του, δὲν γί­νε­ται αὐ­θαί­ρε­τα, ἀλ­λὰ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται καὶ ἀ­πὸ τὸν βαθ­μὸ τῆς δι­κῆς μας ἀν­τα­πο­κρί­σε­ως. Καὶ τὸ ἴ­διο τὸ προ­αι­ώ­νιο σχέ­διό Του γιὰ μᾶς τὸ ἔ­χει κα­ταρ­τί­σει βά­σει τῆς προ­γνώ­σε­ώς Του, γιὰ τὸ κα­τὰ πό­σο θὰ πι­στεύ­σου­με σ᾿ αὐ­τὸ τὸ σχέ­διο καὶ θὰ θε­λή­σου­με ἐ­λεύ­θε­ρα νὰ Τοῦ προ­σφέ­ρου­με τὴν καρ­διά μας.

Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς τὸ ἐ­ὰν καὶ πό­σο θὰ φα­νε­ρω­θεῖ ὁ Θε­ὸς στὴν καρ­διά μας, τε­λι­κὰ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ ἐ­μᾶς καὶ μό­νο. Δι­ό­τι Ἐ­κεῖ­νος «πάν­τας ἀν­θρώ­πους θέ­λει σω­θῆ­ναι» (Α' Τιμ. β'[2] 4), ἐ­πι­θυ­μεῖ ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ σω­θοῦν καὶ ὅ­λους νὰ μᾶς ἔ­χει αἰ­ω­νί­ως κον­τά Του. Ἐ­ὰν λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς θε­λή­σου­με νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τό­τε τὸ ἀ­σύλ­λη­πτα με­γά­λο σχέ­διό Του γιὰ μᾶς πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται καὶ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν Ἑ­αυ­τό Του καὶ μᾶς κα­θι­στᾶ με­τό­χους της δό­ξης καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τάς Του.

Ἐ­ὰν θε­λή­σου­με! Για­τί μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με, ὁ­πό­τε Ἐ­κεῖ­νος ὑ­πο­χω­ρεῖ, δὲν μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει. Ἀλ­λὰ βέ­βαι­α καὶ δὲν ἀ­ναγ­κά­ζε­ται! Ἐ­ὰν δη­λα­δὴ ἐ­μεῖς τυ­χὸν λέ­με ὅ­τι πι­στεύ­ου­με, ταυ­το­χρό­νως ὅ­μως κά­νου­με συμ­βι­βα­σμοὺς μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νεῖ­ται νὰ εἰ­σέλ­θει καὶ νὰ μεί­νει στὴν καρ­διά μας. Ἐ­ὰν λοι­πὸν δὲν αἰ­σθα­νό­μα­στε τὴν πα­ρου­σί­α Του ἐν­τός μας, ἂς ψά­ξου­με νὰ βροῦ­με τί εἶ­ναι αὐ­τό, ποὺ Τὸν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ εἰ­σέλ­θει. Ἐ­ὰν κρα­τᾶ­με κρα­τού­με­να, ἐ­ὰν ἔ­χου­με ἁ­μαρ­τί­ες ἀ­νε­ξο­μο­λό­γη­τες, ἐ­ὰν ἡ καρ­διά μας εἶ­ναι προ­σκολ­λη­μέ­νη κά­που ἀλλοῦ, ἂς μὴ ξε­γε­λᾶ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας· ὁ ἥ­λιος μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­τεί­λει κά­πο­τε ἀ­πὸ τὴ δύ­ση, ὁ Θε­ὸς ὅ­μως μέ­σα μας ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ φα­νε­ρω­θεῖ. ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ!

«Πρὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου» μᾶς ἐ­ξέ­λε­ξε ὁ Θε­ός, ἀ­δελ­φοί! Τὸ σχέ­διό Του γιὰ τὸν κα­θέ­να μας κα­ταρ­τί­στη­κε πρὶν ὑ­πάρ­ξει ὁ ἥ­λιος καὶ τὰ ἀ­στέ­ρια!

Καὶ τώ­ρα; Τώ­ρα, νά! Ἔ­φθα­σε ἡ στιγ­μὴ τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς του! Λοι­πόν, τώ­ρα ἐ­μεῖς θὰ ἀ­δι­α­φο­ρή­σου­με γι᾿ αὐ­τό; Ὄ­χι! Ἀλ­λὰ ὁ­λό­ψυ­χα νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με στὴ με­γά­λη ἀ­γά­πη Του, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ Ἐ­κεῖ­νος καὶ νὰ ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του αἰ­ώ­νια. Ἀ­μήν!

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄ­νο­μα Ἰάειρος, κα αὐτός ἄρ­χων τς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· κα πε­σὼν πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ν αὐ­τῷ ς ἐ­τῶν δώ­δε­κα κα αὕ­τη ἀ­πέ­θνῃ­σκεν. ν δ τ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν ο ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν. κα γυ­νὴ οὖ­σα ν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰ­α­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τν βί­ον οκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το το κρα­σπέ­δου το ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, κα πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις το αἵ­μα­τος αὐ­τῆς. κα εἶ­πεν Ἰ­η­σοῦς· Τς ἁ­ψά­με­νός μου; ἀρ­νου­μέ­νων δ πάν­των εἶ­πεν Πτρος κα ο σν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, ο ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε κα ἀ­πο­θλί­βου­σι κα λέ­γεις τς ἁ­ψά­με­νός μου; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μο τις· ἐ­γὼ γρ ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. ἰ­δοῦ­σα δ γυ­νὴ ὅ­τι οκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε κα προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἀ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πι­ον παν­τὸς το λα­οῦ, κα ς ἰ­ά­θη πα­ρα­χρῆ­μα. δ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θρσει, θύ­γα­τερ, πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου ες εἰ­ρή­νην. Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ το ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι Τθνηκεν θυ­γά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν δι­δά­σκα­λον. δ Ἰ­η­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, κα σω­θή­σε­ται. ἐλ­θὼν δ ες τν οἰ­κί­αν οκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να ε μ Πτρον κα Ἰ­ω­άν­νην κα Ἰάκωβον κα τν πα­τέ­ρα τς παι­δὸς κα τν μη­τέ­ρα. ἔ­κλαι­ον δ πάν­τες κα ἐ­κό­πτον­το αὐ­τήν. δ εἶ­πε· Μ κλα­ί­ε­τε· οκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θε­ύ­δει. κα κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. αὐ­τ­ὸς δ ἐκ­βα­λὼν ἔ­ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· πας, ἐ­γε­ί­ρου. κα ἐ­πέ­στρε­ψε τ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, κα ἀ­νέ­στη πα­ρα­χρῆ­μα, κα δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. κα ἐ­ξέ­στη­σαν ο γο­νεῖς αὐ­τῆς· δ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τ γε­γο­νός.              

 

                                   (Λουκ. η΄ [8] 41– 56)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦλ­θεν στόν Ἰησοῦ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­άειρος  καὶ  ἦ­ταν  ἄρ­χον­τας  τῆς  συ­να­γω­γῆς.  Κι ἀφοῦ  ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὸς κον­τὰ στὰ πό­δια του, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του, δι­ό­τι εἶ­χε μί­α μο­νά­κρι­βη κό­ρη πε­ρί­που δώ­δε­κα χρό­νων πού βρι­σκό­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α της καὶ πέ­θαι­νε. Καὶ τὴν ὥ­ρα πού ὁ Ἰ­η­σοῦς πή­γαι­νε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­σφυ­κτι­κὰ καὶ τὸν πί­ε­ζαν. Τό­τε λοι­πὸν κά­ποι­α γυ­ναί­κα πού ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ αἱ­μορ­ρα­γί­α ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἡ ὁποία μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα βά­σα­να τῆς ἀρ­ρώ­στιας της εἶ­χε ξο­δέ­ψει καὶ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α της σὲ για­τροὺς καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἀφοῦ πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ πί­σω, ὥ­στε νὰ μὴν τὴν ἀν­τι­λη­φθεῖ κα­νείς, ἐ­πει­δὴ ντρε­πό­ταν νὰ γί­νει φα­νε­ρὴ ἡ ἀρ­ρώ­στια της, ἄγ­γι­ξε τὴν ἄ­κρη τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ ἐν­δύ­μα­τός του κι ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἱ­μορ­ρα­γί­α της. Τό­τε εἶ­πε ὁ Ἰησοῦς: Ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Κι ἐ­πει­δὴ ὅ­λοι οἱ τρι­γύ­ρω ἀρ­νοῦν­ταν, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τὲς πού ἦ­ταν μα­ζί του: Δι­δά­σκα­λε, τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ σὲ πε­ρι­κύ­κλω­σαν καὶ σὲ πι­έ­ζουν ἀ­σφυ­κτι­κὰ· καὶ σὺ λές, ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως εἶπε: Κά­ποι­ος μὲ ἄγ­γι­ξε. Δι­ό­τι ἐγώ κα­τά­λα­βα ὅ­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ πά­νω μου δύ­να­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα εἶ­δε ὅ­τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ κρυ­φτεῖ καὶ δὲν ξέ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ αὐ­τὸ πού ἔ­κα­νε, ἦλ­θε τρέ­μον­τας ἀ­πὸ τὸ φό­βο της, κι ἀφοῦ ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὴ μπρο­στά του, τοῦ δι­η­γή­θη­κε μπρο­στὰ σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ γιὰ ποι­ὰ αἰ­τί­α τὸν ἄγ­γι­ξε καὶ πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ἀ­μέ­σως. Τό­τε ὁ Ἰησοῦς ­τῆς εἶ­πε: Ἔ­χε θάρ­ρος, κό­ρη μου, ἡ πε­ποί­θη­ση πού εἶ­χες ὅ­τι θὰ ἔ­βρι­σκες τὴν ὑ­γεί­α σου ἂν μὲ ἄγ­γι­ζες, αὐ­τὴ ἡ πί­στη σου σ' ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει. Πή­γαι­νε στὸ κα­λό, εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἀ­νη­συ­χί­α πού δο­κί­μα­ζες πιὸ πρὶν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου. Κι ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη ὁ Ἰησοῦς, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου καὶ τοῦ εἶ­πε: Πέ­θα­νε ἡ κό­ρη σου· μὴν κου­ρά­ζεις ἄλ­λο καὶ μὴν ἐ­νο­χλεῖς πιὰ τὸν δι­δά­σκα­λο. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως, μό­λις ἄ­κου­σε τὴν εἴ­δη­ση αὐ­τή, τοῦ εἶ­πε: Μὴ φο­βᾶ­σαι, μό­νο συ­νέ­χι­σε νὰ πι­στεύ­εις, καὶ θὰ σω­θεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θά­να­το. Κα­τό­πιν, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄ­φη­σε νὰ μπεῖ κα­νεὶς ἄλ­λος στὸ δω­μά­τιο τῆς νε­κρῆς πα­ρὰ μό­νο ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ πα­τέ­ρας τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καὶ ἡ μη­τέ­ρα. Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­λοι ἔ­κλαι­γαν καὶ χτυ­ποῦ­σαν τὰ στή­θη τους καὶ τὰ κε­φά­λια τους γιὰ τὴ νε­κρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖ­τε· δὲν πέ­θα­νε, ἀλλά κοι­μᾶ­ται. Καὶ ἐ­κεῖ­νοι τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν, δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­οι ὅ­τι τὸ κο­ρι­τσά­κι εἶ­χε πε­θά­νει. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἀφοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔπιασε τὸ χέ­ρι της καὶ τῆς φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κό­ρη, σή­κω ἐ­πά­νω. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ της ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ σῶ­μα καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­μέ­σως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δι­έ­τα­ξε νὰ τῆς δώ­σουν φα­γη­τὸ νὰ φά­ει, γιὰ νὰ πά­ρει δυ­νά­μεις με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση πού τῆς εἶ­χε φέ­ρει ἡ χρό­νια καὶ θα­να­τη­φό­ρα ἀ­σθέ­νειά της. Οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ κυ­ρι­εύ­τη­καν ἀ­πὸ βα­θὺ καὶ με­γά­λο θαυ­μα­σμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κα­νέ­ναν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, γιὰ νὰ μὴν ἐ­ρε­θί­ζε­ται ὁ φθό­νος τῶν ἐχθρῶν του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου