ἀληθινὴ ἱστορία
«Μόνο στὴν Παναγιὰ θὰ τὸ λὲς»
Καμάρωνε τὰ τρία της παιδιὰ ἡ κυρα-Νίκη· «τὰ βλαστάρια της», ὅπως τὰ ἔλεγε ἀπὸ μικρά. Καὶ τώρα ποὺ μεγάλωσαν, τὰ καμαρώνει ἀκόμα πιὸ πολύ. Λεβέντες πραγματικοὶ στὸ ἀνάστημα, στὴ μόρφωση, στὸ ἦθος. Πῆραν καὶ οἱ τρεῖς ἀπὸ τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα τους. Τὸν ἔχασαν νωρὶς ἀπὸ τὴν «κακιὰ» ἀρρώστια. Τὰ μεγάλωσε μονάχη της ἐκείνη μάνα, ἐκείνη καὶ πατέρας ἐκείνη μπροστὰ στὰ δύσκολα τῆς ζωῆς· ἐκείνη βράχος στῆς ἐφηβείας τους τὰ ξεσπάσματα, στῆς νιότης τὰ διλήμματα. Σ᾿ ἐκείνη μιλοῦσαν καὶ ἔλεγαν τοὺς φόβους, τὶς ἀγωνίες τους, τὰ σχέδιὰ τους γιὰ τὸ μέλλον. Καμάρωνε δίπλα τους ἡ χήρα μάνα: στὴν ὁρκωμοσία γιὰ τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς τοῦ πρωτότοκου Γιώργου, στοῦ Θωμᾶ τὴν ὁρκωμοσία στὴ Στρατιωτικὴ Σχολή, στὴν ὁρκωμοσία τοῦ Γιάννη, τοῦ «Βενιαμὶν» (τοῦ μικρότερου) στὸ Πολυτεχνεῖο.
Μὰ καθὼς τὰ βλέπει νὰ μεγαλώνουν καὶ ἡ ἡλικία τους νὰ προχωρεῖ, σκέφτεται ὅτι τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ κάνουν καὶ τὴ δική τους οἰκογένεια. Αὐτὸς ἦταν ὁ καημὸς ποὺ τὴν ἔτρωγε μέρα - νύχτα: νὰ βροῦν ἄξιες συζύγους νὰ φτειάξουν τὴ ζωή τους. Ἔβρισκε ἔτσι εὐκαίρως - ἀκαίρως ἀφορμὴ νὰ τὰ συμβουλεύει καὶ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ τὰ ὠθεῖ μὲ τὸν τρόπο της καὶ νὰ τοὺς προτείνει κάποιες καλὲς κοπέλες ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους. Ἀπογοητευόταν ὅμως, ἔχανε τὴν ἐλπίδα της, σὰν δὲν ἔβλεπε τίποτε νὰ προχωρεῖ.
-Ἐγὼ θὰ πεθάνω. Τί θὰ κάνετε τρία ἀγόρια μόνα σας; παραπονιόταν συχνά, μὰ ἀπάντηση δὲν ἔπαιρνε συνήθως ἀπὸ κανέναν.
Κάποιες φορὲς κοιτοῦσε τὴ φωτογραφία τοῦ ἄντρα της καὶ μονολογοῦσε: «Βόηθα κι ἐσὺ ἀπὸ ψηλά, κάνε κάτι... μοναχή μου παλεύω».
Τὸν πόνο της, τὸ μαράζι της, συχνὰ τὸ ἔλεγε στὸν Πνευματικό της, τὸν πάπα Φώτη, τὸν ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας τους, ποὺ τὸν γνώριζε ἀπὸ παλιὰ καὶ πολὺ τῆς εἶχε σταθεῖ στὴ δοκιμασία τῆς χηρείας της. Ὅταν δὲν τὴν ἄκουγαν τὰ παιδιά της, ἐκεῖ πήγαινε καὶ τὸν παρακαλοῦσε:
-Μίλα τους κι ἐσύ, πάτερ μου. Τὰ ξέρεις ἀπὸ μικρά, σὲ σέβονται καὶ σὲ ὑπακοῦν. Καὶ ὁ πάπα-Φώτης διακριτικὸς τὴν καταλάγιαζε μὲ τὸ δικό του τρόπο, τῆς τόνωνε τὴν ἐλπίδα μὲ τὴν πίστη.
Καὶ τώρα ἐκεῖ κατέφυγε, γιὰ ἀκόμη μιὰ φορά.
-Τί ἔχεις, κυρὰ-Νίκη: Στενοχωρημένη σὲ βλέπω. Τί σοῦ συμβαίνει;
-Πῶς νὰ μὴν εἶμαι, πάτερ μου; Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βλέπω ἔτσι. Περνοῦν τὰ χρόνια καὶ δὲν βλέπω νὰ κάνουν κάτι ν᾿ ἀποκατασταθοῦν. Μὲ πιάνει τὸ παράπονο καὶ κλαίω.
Χαμογέλασε ὁ πάπα-Φώτης: πόσες φορὲς τοῦ ᾿χε πεῖ τὸ ἴδιο παράπονο γιὰ τοὺς γιούς της!
-Ἄκου, κυρὰ-Νίκη, τῆς εἶπε τώρα αὐστηρὰ καὶ ἐπιτιμητικά. Δὲν θά ᾿ρθεις ξανὰ νὰ μοῦ τὸ πεῖς. Θὰ σταματήσεις νὰ τὸ λὲς καὶ στὰ παιδιά. Τὰ ζαλίζουμε, τὰ κουράζουμε. Ἀπὸ σήμερα θὰ τὸ λὲς μόνο στὴν Παναγιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ Μάνα μας καὶ αὐτὰ τὰ θέματα ἐκείνη τὰ τακτοποιεῖ. Τὸ κατάλαβες;»
Γύρισε σκεφτικὴ στὸ σπιτικό της. Τὰ λόγια του Πνευματικοῦ τὴ συνεφέραν, τὴν «ξύπνησαν». Ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ δεῖ τὰ πράγματα διαφορετικά. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ καταφεύγει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μόνο στὴν Παναγία. Ἄναβε τὸ καντήλι της καθημερινὰ καὶ τὸ θυμιατό, διάβαζε ἄλλοτε τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας, ἄλλοτε τοὺς Χαιρετισμούς της καὶ στὸ τέλος κάθε Ἀκολουθίας ἄνοιγε τὴν καρδιά της καὶ τῆς μιλοῦσε ἁπλά, μὲ πίστη, σὰν μάνα πρὸς Μάνα. Τότε αἰσθανόταν τὴν Παναγία νὰ τὴ νιώθει, νὰ τὴν καταλαβαίνει, νὰ τῆς δίνει ἐλπίδες.
Τὰ παλληκάρια της ὡστόσο ἀποροῦσαν τί ἔπαθε ἡ μάνα τους τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ δὲν τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ γνωστὸ θέμα. Πολὺ περίεργο τοὺς φαινόταν. Δὲν εἶχαν καταλάβει ὅτι ἐκείνη δὲν εἶχε παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν προσπάθεια, ἀλλὰ «ἐργαζόταν» διαφορετικὰ γι᾿ αὐτούς.
Λοιπὸν ἡ εὐλογημένη ὥρα ἔφθασε. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἑξάμηνο ὁ Γιῶργος της ἔφερε μία καλὴ κοπέλα ποὺ γνώρισε, νὰ τὴ δεῖ καὶ νὰ τὴν ἐγκρίνει. Στὸν χρόνο ἐπάνω ὁ Θωμᾶς της μὲ χαρὰ τῆς σύστησε τὴ δική του γνωριμία. Μὰ δὲν ἄργησε καὶ ὁ μικρότερος, ὁ Γιάννης, νὰ ἀρραβωνιασθεῖ. Χαρὰ ἡ κυρὰ-Νίκη! Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της. Ἔβλεπε τὶς νύφες της καὶ τὶς χαιρόταν. Μὰ μόνο ἐκείνη ἤξερε τὸ μυστικὸ αὐτῆς τῆς εὐλογίας: Καὶ οἱ τρεῖς νύφες της ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὶς προσευχές της. Ἄλλωστε τῆς τὸ ἐπιβεβαίωναν καὶ τὰ ὀνόματά τους: Μαρία, Δέσποινα, Ἡλιοστάλακτη. Τυχαῖο ἄραγε;
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2252, 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021, σελ. 455–456
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου