Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ

 

ἀ­λη­θι­νὴ ἱ­στο­ρί­α 

 


«Μό­νο στὴν Πα­να­γιὰ θὰ τὸ λὲς»

Κα­μά­ρω­νε τὰ τρί­α της παι­διὰ ἡ κυ­ρα-Νί­κη· «τὰ βλα­στά­ρια της», ὅ­πως τὰ ἔ­λε­γε ἀ­πὸ μι­κρά. Καὶ τώ­ρα ποὺ με­γά­λω­σαν, τὰ κα­μα­ρώ­νει ἀ­κό­μα πιὸ πο­λύ. Λε­βέν­τες πραγ­μα­τι­κοὶ στὸ ἀ­νά­στη­μα, στὴ μόρ­φω­ση, στὸ ἦ­θος. Πῆ­ραν καὶ οἱ τρεῖς ἀ­πὸ τὸν μα­κα­ρί­τη τὸν πα­τέ­ρα τους. Τὸν ἔ­χα­σαν νω­ρὶς ἀ­πὸ τὴν «κα­κιὰ» ἀρ­ρώ­στια. Τὰ με­γά­λω­σε μο­νά­χη της ἐ­κεί­νη μά­να, ἐ­κεί­νη καὶ πα­τέ­ρας ἐ­κεί­νη μπρο­στὰ στὰ δύ­σκο­λα τῆς ζω­ῆς· ἐ­κεί­νη βρά­χος στῆς ἐ­φη­βεί­ας τους τὰ ξε­σπά­σμα­τα, στῆς νι­ό­της τὰ δι­λήμ­μα­τα. Σ᾿ ἐ­κεί­νη μι­λοῦ­σαν καὶ ἔ­λε­γαν τοὺς φό­βους, τὶς ἀ­γω­νί­ες τους, τὰ σχέ­διὰ τους γιὰ τὸ μέλ­λον. Κα­μά­ρω­νε δί­πλα τους ἡ χή­ρα μά­να: στὴν ὁρ­κω­μο­σί­α γιὰ τὸ πτυ­χί­ο τῆς Νο­μι­κῆς τοῦ πρω­τό­το­κου Γι­ώρ­γου, στοῦ Θω­μᾶ τὴν ὁρ­κω­μο­σί­α στὴ Στρα­τι­ω­τι­κὴ Σχο­λή, στὴν ὁρ­κω­μο­σί­α τοῦ Γιά­ννη, τοῦ «Βε­νια­μὶν» (τοῦ μι­κρό­τε­ρου) στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο. 

Μὰ κα­θὼς τὰ βλέ­πει νὰ με­γα­λώ­νουν καὶ ἡ ἡ­λι­κί­α τους νὰ προ­χω­ρεῖ, σκέ­φτε­ται ὅ­τι τώ­ρα εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα νὰ κά­νουν καὶ τὴ δι­κή τους οἰ­κο­γέ­νεια. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ κα­η­μὸς ποὺ τὴν ἔ­τρω­γε μέ­ρα - νύ­χτα: νὰ βροῦν ἄ­ξι­ες συ­ζύ­γους νὰ φτειά­ξουν τὴ ζω­ή τους. Ἔ­βρι­σκε ἔ­τσι εὐ­καί­ρως - ἀ­καί­ρως ἀ­φορ­μὴ νὰ τὰ συμ­βου­λεύ­ει καὶ δὲν ἔ­χα­νε εὐ­και­ρί­α νὰ τὰ ὠ­θεῖ μὲ τὸν τρό­πο της καὶ νὰ τοὺς προ­τεί­νει κά­ποι­ες κα­λὲς κο­πέ­λες ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον τους. Ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­ταν ὅ­μως, ἔ­χα­νε τὴν ἐλ­πί­δα της, σὰν δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε νὰ προ­χω­ρεῖ. 

-Ἐ­γὼ θὰ πε­θά­νω. Τί θὰ κά­νε­τε τρί­α ἀ­γό­ρια μό­να σας; πα­ρα­πο­νι­ό­ταν συ­χνά, μὰ ἀ­πάν­τη­ση δὲν ἔ­παιρ­νε συ­νή­θως ἀ­πὸ κα­νέ­ναν. 

Κά­ποι­ες φο­ρὲς κοι­τοῦ­σε τὴ φω­το­γρα­φί­α τοῦ ἄν­τρα της καὶ μο­νο­λο­γοῦ­σε: «Βό­η­θα κι ἐ­σὺ ἀ­πὸ ψη­λά, κά­νε κά­τι... μο­να­χή μου πα­λεύ­ω». 

Τὸν πό­νο της, τὸ μα­ρά­ζι της, συ­χνὰ τὸ ἔ­λε­γε στὸν Πνευ­μα­τι­κό της, τὸν πά­πα Φώ­τη, τὸν ἐ­φη­μέ­ριο τῆς Ἐ­νο­ρί­ας τους, ποὺ τὸν γνώ­ρι­ζε ἀ­πὸ πα­λιὰ καὶ πο­λὺ τῆς εἶ­χε στα­θεῖ στὴ δο­κι­μα­σί­α τῆς χη­ρεί­ας της. Ὅ­ταν δὲν τὴν ἄ­κου­γαν τὰ παι­διά της, ἐ­κεῖ πή­γαι­νε καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε: 

-Μί­λα τους κι ἐ­σύ, πά­τερ μου. Τὰ ξέ­ρεις ἀ­πὸ μι­κρά, σὲ σέ­βον­ται καὶ σὲ ὑ­πα­κοῦν. Καὶ ὁ πά­πα-Φώ­της δι­α­κρι­τι­κὸς τὴν κα­τα­λά­για­ζε μὲ τὸ δι­κό του τρό­πο, τῆς τό­νω­νε τὴν ἐλ­πί­δα μὲ τὴν πί­στη.

Καὶ τώ­ρα ἐ­κεῖ κα­τέ­φυ­γε, γιὰ ἀ­κό­μη μιὰ φο­ρά. 

-Τί ἔ­χεις, κυ­ρὰ-Νί­κη: Στε­νο­χω­ρη­μέ­νη σὲ βλέ­πω. Τί σοῦ συμ­βαί­νει; 

-Πῶς νὰ μὴν εἶ­μαι, πά­τερ μου; Δὲν μπο­ρῶ νὰ τὰ βλέ­πω ἔ­τσι. Περ­νοῦν τὰ χρό­νια καὶ δὲν βλέ­πω νὰ κά­νουν κά­τι ν᾿ ἀ­πο­κα­τα­στα­θοῦν. Μὲ πιά­νει τὸ πα­ρά­πο­νο καὶ κλαί­ω. 

Χα­μο­γέ­λα­σε ὁ πά­πα-Φώ­της: πό­σες φο­ρὲς τοῦ ᾿χε πεῖ τὸ ἴ­διο πα­ρά­πο­νο γιὰ τοὺς γιούς της!

-Ἄ­κου, κυ­ρὰ-Νί­κη, τῆς εἶ­πε τώ­ρα αὐ­στη­ρὰ καὶ ἐ­πι­τι­μη­τι­κά. Δὲν θά ᾿ρθεις ξα­νὰ νὰ μοῦ τὸ πεῖς. Θὰ στα­μα­τή­σεις νὰ τὸ λὲς καὶ στὰ παι­διά. Τὰ ζα­λί­ζου­με, τὰ κου­ρά­ζου­με. Ἀ­πὸ σή­με­ρα θὰ τὸ λὲς μό­νο στὴν Πα­να­γιά. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ Μά­να μας καὶ αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα ἐ­κεί­νη τὰ τα­κτο­ποι­εῖ. Τὸ κα­τά­λα­βες;» 

Γύ­ρι­σε σκε­φτι­κὴ στὸ σπι­τι­κό της. Τὰ λό­για του Πνευ­μα­τι­κοῦ τὴ συ­νε­φέ­ραν, τὴν «ξύ­πνη­σαν». Ἔ­γι­ναν ἀ­φορ­μὴ νὰ δεῖ τὰ πράγ­μα­τα δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ κα­τα­φεύ­γει γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ μό­νο στὴν Πα­να­γί­α. Ἄ­να­βε τὸ καν­τή­λι της κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ τὸ θυ­μια­τό, δι­ά­βα­ζε ἄλ­λο­τε τὴν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, ἄλ­λο­τε τοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς της καὶ στὸ τέ­λος κά­θε Ἀ­κο­λου­θί­ας ἄ­νοι­γε τὴν καρ­διά της καὶ τῆς μι­λοῦ­σε ἁ­πλά, μὲ πί­στη, σὰν μά­να πρὸς Μά­να. Τό­τε αἰ­σθα­νό­ταν τὴν Πα­να­γί­α νὰ τὴ νι­ώ­θει, νὰ τὴν κα­τα­λα­βαί­νει, νὰ τῆς δί­νει ἐλ­πί­δες.

Τὰ παλ­λη­κά­ρια της ὡ­στό­σο ἀ­πο­ροῦ­σαν τί ἔ­πα­θε ἡ μά­να τους τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ καὶ δὲν τοὺς μι­λοῦ­σε γιὰ τὸ γνω­στὸ θέ­μα. Πο­λὺ πε­ρί­ερ­γο τοὺς φαι­νό­ταν. Δὲν εἶ­χαν κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἐ­κεί­νη δὲν εἶ­χε πα­ραι­τη­θεῖ ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια, ἀλ­λὰ «ἐρ­γα­ζό­ταν» δι­α­φο­ρε­τι­κὰ γι᾿ αὐ­τούς. 

Λοι­πὸν ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ὥ­ρα ἔ­φθα­σε. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ὁ Γι­ῶρ­γος της ἔ­φε­ρε μί­α κα­λὴ κο­πέ­λα ποὺ γνώ­ρι­σε, νὰ τὴ δεῖ καὶ νὰ τὴν ἐγ­κρί­νει. Στὸν χρό­νο ἐ­πά­νω ὁ Θω­μᾶς της μὲ χα­ρὰ τῆς σύ­στη­σε τὴ δι­κή του γνω­ρι­μί­α. Μὰ δὲν ἄρ­γη­σε καὶ ὁ μι­κρό­τε­ρος, ὁ Γιά­ννης, νὰ ἀρ­ρα­βω­νια­σθεῖ. Χα­ρὰ ἡ κυ­ρὰ-Νί­κη! Ἔ­λαμ­πε τὸ πρό­σω­πό της. Ἔ­βλε­πε τὶς νύ­φες της καὶ τὶς χαι­ρό­ταν. Μὰ μό­νο ἐ­κεί­νη ἤ­ξε­ρε τὸ μυ­στι­κὸ αὐ­τῆς τῆς εὐ­λο­γί­ας: Καὶ οἱ τρεῖς νύ­φες της ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τῆς Πα­να­γί­ας στὶς προ­σευ­χές της. Ἄλ­λω­στε τῆς τὸ ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους: Μα­ρί­α, Δέ­σποι­να, Ἡ­λι­ο­στά­λα­κτη. Τυ­χαῖ­ο ἄ­ρα­γε; 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2252, 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021, σελ. 455–456

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου