ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ
«ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
«Πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὰ πάντα στὴ θεία πρόνοια, γιατί τότε μόνο γλιτώνουμε καὶ ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴ στενοχώρια καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κακά. Γιατί, ὅταν κανεὶς γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι ἔχει τὸν Θεὸ ποὺ φροντίζει γι᾿ αὐτόν, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ στενοχωρηθεῖ;
Ὀμως γιὰ νὰ ἐμπιστευτεῖ κανεὶς τὰ πάντα στὴ θεία πρόνοια, πρέπει πρῶτα νὰ καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε μέριμνα κοσμικὴ καὶ τότε νὰ περιμένει τὴ θεία πρόνοια νὰ ἐνεργήσει. Γιατί, ἂν κάποιος π.χ. μεριμνᾶ νὰ ἀποκτήσει χρήματα, γιὰ νὰ τὰ ἔχει γιὰ τὶς δύσκολες στιγμὲς ἢ γιὰ νὰ μὴν τοῦ λείπει τίποτα, τότε αὐτὸς στηρίζει τὸν ἑαυτὸ στὰ χρήματα καὶ ὄχι στὸν Θεό. Πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νὰ πάψει ν᾿ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα καὶ νὰ στηρίζει σ᾿ αὐτὰ τὴν ἐλπίδα του καὶ μετὰ νὰ στηρίζει τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεὸ· καὶ τὰ δύο μαζὶ δὲν γίνοντα. Δὲν λέω νὰ μὴν χρησιμοποιεῖ τὰ χρήματα, ἀλλὰ νὰ μὴ στηρίζει, κανεὶς σ᾿ αὐτὰ ἐπάνω τὴν ἐλπίδα του καὶ νὰ μὴ δίνει σ᾿ αὐτὰ τὴν καρδιά του.»
Ὁ Γέροντας θέλοντας νὰ μᾶς δείξει τὸ πῶς ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ κρίνει γιὰ τὰ πλάσματά του, ἐνῶ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ἀγανακτοῦμε καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τὶς ἐνέργειές Του, μᾶς διηγήθηκε ἱστορίες, ὅπως αὐτή:
«Ἕνας ἀσκητὴς βλέποντας τὴν ἀδικία ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο προσευχόταν στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν λόγο ποὺ δίκαιοι καὶ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι δυστυχοῦν καὶ βασανίζονται ἄδικα, ἐνῶ ἄδικοι καὶ ἁμαρτωλοὶ πλουτίζουν καὶ ἀναπαύονται. Ἐνῶ προσευχόταν ὁ ἀσκητὴς νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς τὸ μυστήριο, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:
–Μὴ ζητᾶς ἐκεῖνα ποὺ δὲ φτάνει ὁ νοῦς σου καὶ ἡ δύναμη τῆς γνώσης σου. Οὔτε νὰ ἐρευνᾶς τὰ ἀπόκρυφα, γιατί τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Ἀλλά, ἐπειδὴ ζήτησες νὰ μάθεις, κατέβα στὸν κόσμο καὶ κάθησε σ᾿ ἕνα μέρος καὶ πρόσεχε αὐτὰ ποὺ θὰ δεῖς, γιὰ νὰ καταλάβεις ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ δοκιμή, ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Θὰ γνωρίσεις τότε ὅτι εἶναι ἀνεξερεύνητη καὶ ἀνεξιχνίαστη ἡ προνοητικὴ διακυβέρνηση τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα.
Ὁ γέροντας, ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτά, κατέβηκε μὲ πολλὴ προσοχὴ στὸν κόσμο κι ἔφτασε σ᾿ ἕνα λιβάδι ποὺ τὸ διέσχιζε ἕνας πολυσύχναστος δρόμος. Ἐκεῖ κοντὰ ἦταν μία βρύση κι ἕνα γέρικο δέντρο, στὴν κουφάλα τοῦ ὁποίου μπῆκε ὁ γέροντας καὶ κρύφτηκε καλά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο πέρασε ἕνας πλούσιος πάνω στὸ ἄλογό του. Σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ βρύση, γιὰ νὰ πιεῖ νερὸ καὶ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἀφοῦ ξεδίψασε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα πουγγὶ μὲ ἑκατὸ φλουριὰ καὶ τὰ μετροῦσε. Ὅταν τελείωσε τὸ μέτρημα, θέλησε πάλι νὰ τὰ βάλει στὴ θέση τους. Χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταλάβει, τὸ πουγγὶ ἔπεσε στὰ χόρτα.
Ἔφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε καὶ μετὰ καβαλίκεψε τὸ ἄλογο κι ἔφυγε χωρὶς ν᾿ ἀντιληφθεῖ τίποτα γιὰ τὰ φλουριά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθε ἄλλος περαστικὸς στὴ βρύση, βρῆκε τὸ πουγγὶ μὲ τὰ φλουριά, τὸ πῆρε κι ἔφυγε τρέχοντας μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ χωράφια.
Πέρασε λίγη ὥρα καὶ φάνηκε ἄλλος περαστικός. Κουρασμένος, ὅπως ἦταν, σταμάτησε κι αὐτὸς στὴ βρύση, πῆρε λίγο νεράκι, ἔβγαλε καὶ λίγο ψωμάκι ἀπὸ ἕνα μαντήλι καὶ κάθησε νὰ φάει.
Τὴν ὥρα, ποὺ ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος ἔτρωγε, φάνηκε καὶ ὁ πλούσιος καβαλάρης μὲ ἀλλοιωμένο τὸ πρόσωπο ἀπὸ ὀργή, καὶ ὅρμησε ἐπάνω του. Μὲ θυμὸ φώναζε νὰ τοῦ δώσει τὰ φλουριά του. Ὁ φτωχὸς μὴ ἔχοντας ἰδέα γιὰ τὰ φλουριά, διαβεβαίωνε μὲ ὅρκους πὼς δὲν εἶδε τέτοιο πράγμα. Ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως ἦταν θυμωμένος, ἄρχισε νὰ τὸν δέρνει καὶ νὰ τὸν χτυπᾶ μέχρι ποὺ τὸν θανάτωσε. Ἔψαξε ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ φτωχοῦ, δὲν βρῆκε τίποτα κι ἔφυγε λυπημένος.
Ὁ γέροντας ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε ὁλα αὐτὰ μέσα ἀπ᾿ τὴν κουφάλα καὶ θαύμαζε. Λυπόταν πολὺ κι ἔκλαιγε γιὰ τὸν ἄδικο φόνο ποὺ εἶδε καὶ προσευχόμενος στὸν Κύριο, ἔλεγε:
- Κύριε, τί σημαίνει αὐτὸ τὸ θέλημά Σου: Γνώρισέ μου, Σὲ παρακαλῶ, πῶς ὑπομένει ἡ ἀγαθότητά Σου τέτοια ἀδικία. Ἄλλος ἔχασε τὰ φλουριά, ἄλλος τὰ βρῆκε κι ἄλλος ἄδικα φονεύτηκε!
Ἐνῶ ὁ γέροντας προσευχόταν μὲ δάκρυα, κατέβηκε ὁ Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε:
- Μὴ λυπᾶσαι, γέροντα, οὔτε νὰ σοῦ κακοφαίνεται καὶ νὰ νομίζεις ὅτι ὅλα αὐτὰ γίνονται τάχα χωρὶς θέλημα Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, ἄλλα γίνονται κατὰ παραχώρηση, ἄλλα γιὰ παίδευση κι ἄλλα κατ᾿ οἰκονομία. Ἄκουσε λοιπόν:
Αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὰ φλουριὰ εἶναι γείτονας ἐκείνου ποὺ τὰ βρῆκε. Ὁ τελευταῖος εἶχε ἕνα περιβόλι ἀξίας ἑκατὸ φλουριῶν. Ὁ πλούσιος, ἐπειδὴ ἦταν πλεονέκτης, τὸν ἐξανάγκασε νὰ τοῦ τὸ δώσει γιὰ πενήντα φλουριά. Ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος, μὴ ἔχοντας τί νὰ κάνει, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ κάνει τὴν ἐκδίκηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε διπλά.
Ἐκεῖνος, πάλι, ὁ φτωχός, ὁ κουρασμένος, ποὺ δὲν βρῆκε τίποτα καὶ φονεύτηκε ἄδικα, εἶχε κάνει μιὰ φορὰ φόνο. Μετανόησε ὅμως εἰλικρινὰ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του τὰ ἔργα του ἦταν χριστιανικὰ καὶ θεάρεστα. Διαρκῶς παρακαλοῦσε τον Θεὸ νὰ τὸν συγχωρέσει γιὰ τὸν φόνο ποὺ διέπραξε καὶ συνήθιζε νὰ λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο ποὺ ἔδωσα, ἴδιο νὰ μοῦ δώσεις!». Βέβαια, ὁ Κύριός μας τὸν εἶχε συγχωρέσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἐκδήλωσε τὴ μετάνοιά του. Συγκινήθηκε ὅμως ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ φιλότιμο του παιδιοῦ του, τὸ ὁποῖο ὄχι μόνο φρόντιζε γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του, ἀλλὰ ἤθελε καὶ νὰ πληρώσει γιὰ τὸ παλιό του φταίξιμο. Ἔτσι δὲν τοῦ χάλασε τὸ χατίρι, ἐπέτρεψε νὰ πεθάνει μὲ βίαιο τρόπο – ὅπως τοῦ τὸ εἶχε ζητήσει – καὶ τὸ πῆρε κοντά Του, χαρίζοντάς του μάλιστα καὶ λαμπρὸ στεφάνι γι᾿ αὐτό του τὸ φιλότιμο!
Ὁ ἄλλος, τέλος, ὁ πλεονέκτης, ποὺ ἔχασε τὰ φλουριὰ κι ἔκανε τὸν φόνο, θὰ κολαζόταν γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία του. Τὸν ἄφησε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ πέσει στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου, γιὰ νὰ πονέσει ἡ ψυχή του καὶ νὰ ἔρθει σὲ μετάνοια. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ἀφήνει τώρα τὸν κόσμο καὶ πάει νὰ γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, ποῦ, σὲ ποιὰ περίπτωση, βλέπεις νὰ ἦταν ἄδικος ἢ σκληρὸς καὶ ἄπονος ὁ Θεός; Γι' αὐτό, στὸ ἑξῆς νὰ μὴν πολυεξετάζεις τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, γιατί Ἐκεῖνος τὶς κάνει δίκαια καὶ ὅπως ξέρει, ἐνῶ ἐσὺ τὶς περνᾶς γιὰ ἄδικες. Γνώριζε ἐπίσης ὅτι καὶ πολλὰ ἄλλα γίνονται στὸν κόσμο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ λόγους ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν. Κι ἔτσι τὸ σωστὸ εἶναι νὰ λέει ὁ καθένας: «Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου.» (Ψαλμ. PIH[118], 137).»
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ» ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Σελ. 152-155
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου