Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ».

 ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ

«ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

                                       


 «Πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε τὰ πάν­τα στὴ θεί­α πρό­νοι­α, για­τί τό­τε μό­νο γλι­τώ­νου­με καὶ ἀ­πὸ τὸ ἄγ­χος καὶ τὴ στε­νο­χώ­ρια καὶ ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ κα­κά. Για­τί, ὅ­ταν κα­νεὶς γνω­ρί­ζει καὶ πι­στεύ­ει ὅ­τι ἔ­χει τὸν Θε­ὸ ποὺ φρον­τί­ζει γι᾿ αὐ­τόν, γιὰ ποι­ὸ λό­γο  νὰ στε­νο­χω­ρη­θεῖ; 

Ὀ­μως γιὰ νὰ ἐμ­πι­στευ­τεῖ κα­νεὶς τὰ πάν­τα στὴ θεί­α πρό­νοι­α, πρέ­πει πρῶ­τα νὰ κα­θα­ρί­σει τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ κά­θε μέ­ρι­μνα κο­σμι­κὴ καὶ τό­τε νὰ πε­ρι­μέ­νει τὴ θεί­α πρό­νοι­α νὰ ἐ­νερ­γή­σει. Για­τί, ἂν κά­ποι­ος π.χ. με­ρι­μνᾶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει χρή­μα­τα, γιὰ νὰ τὰ ἔ­χει γιὰ τὶς δύ­σκο­λες στιγ­μὲς ἢ γιὰ νὰ μὴν τοῦ λεί­πει τί­πο­τα, τό­τε αὐ­τὸς στη­ρί­ζει τὸν ἑ­αυ­τὸ στὰ χρή­μα­τα καὶ ὄ­χι στὸν Θε­ό. Πρέ­πει, λοι­πόν, πρῶ­τα νὰ πά­ψει ν᾿ ἀ­γα­πᾶ τὰ χρή­μα­τα καὶ νὰ στη­ρί­ζει σ᾿ αὐ­τὰ τὴν ἐλ­πί­δα του καὶ με­τὰ νὰ στη­ρί­ζει τὴν ἐλ­πί­δα του στὸν Θε­ὸ· καὶ τὰ δύ­ο μα­ζὶ δὲν γί­νον­τα. Δὲν λέ­ω νὰ μὴν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὰ χρή­μα­τα, ἀλ­λὰ νὰ μὴ στη­ρί­ζει, κα­νεὶς σ᾿ αὐ­τὰ ἐ­πά­νω τὴν ἐλ­πί­δα του καὶ νὰ μὴ δί­νει σ᾿ αὐ­τὰ τὴν καρ­διά του.»

Ὁ Γέ­ρον­τας θέ­λον­τας νὰ μᾶς δεί­ξει τὸ πῶς ὁ Θε­ὸς προ­νο­εῖ καὶ κρί­νει γιὰ τὰ πλά­σμα­τά του, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­γα­να­κτοῦ­με καὶ δὲν κα­τα­λα­βαί­νου­με τὶς ἐ­νέρ­γει­ές Του, μᾶς δι­η­γή­θη­κε ἱ­στο­ρί­ες, ὅ­πως αὐ­τή: 

 «Ἕ­νας ἀσκητὴς βλέ­πον­τας τὴν ἀ­δι­κί­α ποὺ ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο προ­σευ­χό­ταν στὸ Θε­ὸ καὶ τοῦ ζη­τοῦ­σε νὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸν λό­γο ποὺ δί­και­οι καὶ εὐ­λα­βεῖς ἄν­θρω­ποι δυ­στυ­χοῦν καὶ βα­σα­νί­ζον­ται ἄ­δι­κα, ἐ­νῶ ἄ­δι­κοι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὶ πλου­τί­ζουν καὶ ἀ­να­παύ­ον­ται. Ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν ὁ ἀ­σκη­τὴς νὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὁ Θε­ὸς τὸ μυ­στή­ριο, ἄ­κου­σε φω­νὴ ποὺ τοῦ ἔ­λε­γε:  

–Μὴ ζη­τᾶς ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲ φτά­νει ὁ νοῦς σου καὶ ἡ δύ­να­μη τῆς γνώσ­ης σου. Οὔ­τε νὰ ἐ­ρευ­νᾶς τὰ ἀ­πό­κρυ­φα, για­τί τὰ κρί­μα­τα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄ­βυσ­σος. Ἀλ­λά, ἐ­πει­δὴ ζή­τη­σες νὰ μά­θεις, κατ­έ­βα στὸν κό­σμο καὶ κά­θη­σε σ᾿ ἕ­να μέ­ρος καὶ πρό­σε­χε αὐ­τὰ ποὺ θὰ δεῖς, γιὰ νὰ κα­τα­λά­βεις ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ αὐ­τὴ δο­κι­μή, ἕ­να μι­κρὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὶς κρί­σεις τοῦ Θε­οῦ. Θὰ γνω­ρί­σεις τό­τε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη καὶ ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη ἡ προ­νο­η­τι­κὴ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ γιὰ ὅ­λα. 

Ὁ γέ­ρον­τας, ὅ­ταν τ᾿ ἄ­κου­σε αὐ­τά, κα­τέ­βη­κε μὲ πολ­λὴ προ­σο­χὴ στὸν κό­σμο κι ἔ­φτα­σε σ᾿ ἕ­να λι­βά­δι ποὺ τὸ δι­έ­σχι­ζε ἕ­νας πο­λυ­σύ­χνα­στος δρό­μος. Ἐ­κεῖ κον­τὰ ἦ­ταν μί­α βρύ­ση κι ἕ­να γέ­ρι­κο δέν­τρο, στὴν κου­φά­λα τοῦ ὁ­ποί­ου μπῆ­κε ὁ γέ­ρον­τας καὶ κρύ­φτη­κε κα­λά.

Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο πέ­ρα­σε ἕ­νας πλού­σιος πά­νω στὸ ἄ­λο­γό του. Στα­μά­τη­σε γιὰ λί­γο στὴ βρύ­ση, γιὰ νὰ πι­εῖ νε­ρὸ καὶ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ. Ἀ­φοῦ ξε­δί­ψα­σε, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη του ἕ­να πουγ­γὶ μὲ ἑ­κα­τὸ φλου­ριὰ καὶ τὰ με­τροῦ­σε. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τὸ μέ­τρη­μα, θέ­λη­σε πά­λι νὰ τὰ βά­λει στὴ θέ­ση τους. Χω­ρὶς ὅ­μως νὰ τὸ κα­τα­λά­βει, τὸ πουγ­γὶ ἔ­πε­σε στὰ χόρ­τα. 

Ἔ­φα­γε, ξε­κου­ρά­στη­κε, κοι­μή­θη­κε καὶ με­τὰ κα­βα­λί­κε­ψε τὸ ἄ­λο­γο κι ἔ­φυ­γε χω­ρὶς ν᾿ ἀν­τι­λη­φθεῖ τί­πο­τα γιὰ τὰ φλου­ριά. 

Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἦρ­θε ἄλ­λος πε­ρα­στι­κὸς στὴ βρύ­ση, βρῆ­κε τὸ πουγ­γὶ μὲ τὰ φλου­ριά, τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε τρέ­χον­τας μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ χω­ρά­φια. 

Πέ­ρα­σε λί­γη ὥ­ρα καὶ φά­νη­κε ἄλ­λος πε­ρα­στι­κός. Κου­ρα­σμέ­νος, ὅ­πως ἦ­ταν, στα­μά­τη­σε κι αὐ­τὸς στὴ βρύ­ση, πῆ­ρε λί­γο νε­ρά­κι, ἔ­βγα­λε καὶ λί­γο ψω­μά­κι ἀ­πὸ ἕ­να μαν­τή­λι καὶ κά­θη­σε νὰ φά­ει. 

Τὴν ὥ­ρα, ποὺ ὁ φτω­χὸς ἐ­κεῖ­νος ἔ­τρω­γε, φά­νη­κε καὶ ὁ πλού­σιος κα­βα­λά­ρης μὲ ἀλ­λοι­ω­μέ­νο τὸ πρό­σω­πο ἀ­πὸ ὀρ­γή, καὶ ὅρ­μη­σε ἐ­πά­νω του. Μὲ θυ­μὸ φώ­να­ζε νὰ τοῦ δώ­σει τὰ φλου­ριά του.  Ὁ φτω­χὸς μὴ ἔ­χον­τας ἰ­δέ­α γιὰ τὰ φλου­ριά, δι­α­βε­βαί­ω­νε μὲ ὅρ­κους πὼς δὲν εἶ­δε τέ­τοι­ο πράγ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως, ὅ­πως ἦ­ταν θυ­μω­μέ­νος, ἄρ­χι­σε νὰ τὸν δέρ­νει καὶ νὰ τὸν χτυ­πᾶ μέ­χρι ποὺ τὸν θα­νά­τω­σε. Ἔ­ψα­ξε ὅ­λα τὰ ροῦ­χα τοῦ φτω­χοῦ, δὲν βρῆ­κε τί­πο­τα κι ἔ­φυ­γε λυ­πη­μέ­νος. 

Ὁ γέ­ρον­τας ἐ­κεῖ­νος τὰ ἔ­βλε­πε ὁ­λα αὐ­τὰ μέ­σα ἀπ᾿ τὴν κου­φά­λα καὶ θαύ­μα­ζε. Λυ­πό­ταν πο­λὺ κι ἔ­κλαι­γε γιὰ τὸν ἄ­δι­κο φό­νο ποὺ εἶ­δε καὶ προ­σευ­χό­με­νος στὸν Κύ­ριο, ἔ­λε­γε: 

- Κύ­ρι­ε, τί ση­μαί­νει αὐ­τὸ τὸ θέ­λη­μά Σου: Γνώ­ρι­σέ μου, Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, πῶς ὑ­πο­μέ­νει ἡ ἀ­γα­θό­τη­τά Σου τέ­τοι­α ἀ­δι­κί­α. Ἄλ­λος ἔ­χα­σε τὰ φλου­ριά, ἄλ­λος τὰ βρῆ­κε κι ἄλ­λος ἄ­δι­κα φο­νεύ­τη­κε!

Ἐ­νῶ ὁ γέ­ρον­τας προ­σευ­χό­ταν μὲ δά­κρυ­α, κα­τέ­βη­κε ὁ Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καὶ τοῦ εἶ­πε: 

- Μὴ λυ­πᾶ­σαι, γέ­ρον­τα, οὔ­τε νὰ σοῦ κα­κο­φαί­νε­ται καὶ νὰ νο­μί­ζεις ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ γί­νον­ται τά­χα χω­ρὶς θέ­λη­μα Θε­οῦ. Ἀλ­λὰ ἀπ᾿ αὐ­τὰ ποὺ συμ­βαί­νουν, ἄλ­λα γί­νον­ται κα­τὰ πα­ρα­χώ­ρη­ση, ἄλ­λα γιὰ παί­δευ­ση κι ἄλ­λα κατ᾿ οἰ­κο­νο­μί­α. Ἄ­κου­σε λοι­πόν: 

Αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χα­σε τὰ φλου­ριὰ εἶ­ναι γεί­το­νας ἐ­κεί­νου ποὺ τὰ βρῆ­κε. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος εἶ­χε ἕ­να πε­ρι­βό­λι ἀ­ξί­ας ἑ­κα­τὸ φλου­ρι­ῶν. Ὁ πλού­σιος, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν πλε­ο­νέ­κτης, τὸν ἐ­ξα­νάγ­κα­σε νὰ τοῦ τὸ δώ­σει γιὰ πε­νήν­τα φλου­ριά. Ὁ φτω­χὸς ἐ­κεῖ­νος, μὴ ἔ­χον­τας τί νὰ κά­νει, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸν Θε­ὸ νὰ κά­νει τὴν ἐκ­δί­κη­ση. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ οἰ­κο­νό­μη­σε ὁ Θε­ὸς καὶ τοῦ τὰ ἔ­δω­σε δι­πλά. 

Ἐ­κεῖ­νος, πά­λι, ὁ φτω­χός, ὁ κου­ρα­σμέ­νος, ποὺ δὲν βρῆ­κε τί­πο­τα καὶ φο­νεύ­τη­κε ἄ­δι­κα, εἶ­χε κά­νει μιὰ φο­ρὰ φό­νο. Με­τα­νό­η­σε ὅ­μως εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ σ᾿ ὅ­λη τὴν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή του τὰ ἔρ­γα του ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κὰ καὶ θε­ά­ρε­στα. Δια­ρκῶς πα­ρα­κα­λοῦ­σε τον Θε­ὸ νὰ τὸν συγ­χω­ρέ­σει γιὰ τὸν φό­νο ποὺ δι­έ­πρα­ξε καὶ συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει: «Θε­έ μου, τέ­τοι­ο θά­να­το ποὺ ἔ­δω­σα, ἴ­διο νὰ μοῦ δώ­σεις!». Βέ­βαι­α, ὁ Κύ­ριός μας τὸν εἶ­χε συγ­χω­ρέ­σει ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ ποὺ ἐκ­δή­λω­σε τὴ με­τά­νοι­ά του. Συγ­κι­νή­θη­κε ὅ­μως ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ φι­λό­τι­μο του παι­διοῦ του, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὄ­χι μό­νο φρόν­τι­ζε γιὰ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν του, ἀλ­λὰ ἤ­θε­λε καὶ νὰ πλη­ρώ­σει γιὰ τὸ πα­λιό του φταί­ξι­μο. Ἔ­τσι δὲν τοῦ χά­λα­σε τὸ χα­τί­ρι, ἐ­πέ­τρε­ψε νὰ πε­θά­νει μὲ βί­αι­ο τρό­πο – ὅ­πως τοῦ τὸ εἶ­χε ζη­τή­σει – καὶ τὸ πῆ­ρε κον­τά Του, χα­ρί­ζον­τάς του μά­λι­στα καὶ λαμ­πρὸ στε­φά­νι γι᾿ αὐ­τό του τὸ φι­λό­τι­μο! 

Ὁ ἄλ­λος, τέ­λος, ὁ πλε­ο­νέ­κτης, ποὺ ἔ­χα­σε τὰ φλου­ριὰ κι ἔ­κα­νε τὸν φό­νο, θὰ κο­λα­ζό­ταν γιὰ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α καὶ τὴ φι­λαρ­γυ­ρί­α του. Τὸν ἄ­φη­σε λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς νὰ πέ­σει στὸ ἁ­μάρ­τη­μα τοῦ φό­νου, γιὰ νὰ πο­νέ­σει ἡ ψυ­χή του καὶ νὰ ἔρ­θει σὲ με­τά­νοι­α. Μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­φή­νει τώ­ρα τὸν κό­σμο καὶ πά­ει νὰ γί­νει κα­λό­γε­ρος! 

Λοι­πόν, ποῦ, σὲ ποι­ὰ πε­ρί­πτω­ση, βλέ­πεις νὰ ἦ­ταν ἄ­δι­κος ἢ σκλη­ρὸς καὶ ἄ­πο­νος ὁ Θε­ός; Γι' αὐ­τό, στὸ ἑ­ξῆς νὰ μὴν πο­λυ­ε­ξε­τά­ζεις τὶς κρί­σεις τοῦ Θε­οῦ, για­τί Ἐ­κεῖ­νος τὶς κά­νει δί­και­α καὶ ὅ­πως ξέ­ρει, ἐ­νῶ ἐ­σὺ τὶς περ­νᾶς γιὰ ἄ­δι­κες. Γνώ­ρι­ζε ἐ­πί­σης ὅ­τι καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα γί­νον­ται στὸν κό­σμο μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γιὰ λό­γους ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν γνω­ρί­ζουν. Κι ἔ­τσι τὸ σω­στὸ εἶ­ναι νὰ λέ­ει ὁ κα­θέ­νας: «Δί­και­ος εἶ, Κύ­ρι­ε, καὶ εὐ­θεῖ­αι αἱ κρί­σεις σου.» (Ψαλμ. PIH[118], 137).» 

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ» ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Σελ. 152-155

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου