Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σιν συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σεν τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρεν καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λο­νυ­α πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾽ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον· οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν. 

                                                       (Ἐ­φεσ. β΄[2] 4-10)

 

Νέα δημιουργία!

«Αὐ­τοῦ ἐ­σμεν ποί­η­μα»

Ἡ σω­τη­ρί­α δὲν εἶ­ναι δι­κό μας κα­τόρ­θω­μα, ἀλ­λὰ τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος – αὐ­τὸ δι­α­κη­ρύσ­σει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ Ἀ­νά­γνω­σμα. Ὁ Θε­ός, γρά­φει, ἀ­πὸ τὴν πολ­λή Του ἀ­γά­πη δὲν μᾶς ἄ­φη­σε δού­λους τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λὰ μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Υἱ­οῦ Του μᾶς ζων­τά­νευ­σε πνευ­μα­τι­κά, μᾶς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζὶ μὲ τὸν Υἱ­ό Του καὶ μᾶς κά­θι­σε μα­ζί Του στὰ ἐ­που­ρά­νια. Μὲ ἄλ­λα λό­για ἡ Ἀ­νά­στα­ση καὶ ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου ἦ­ταν ἀ­νά­στα­ση καὶ ὕ­ψω­ση τῆς δι­κῆς μας φύ­σε­ως. Δι­ό­τι, κα­τα­λή­γει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, εἴ­μα­στε δι­κό Του δη­μι­ούρ­γη­μα.

Τί ὅ­μως ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει τὸ ὅ­τι εἴ­μα­στε δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ;

1. Οι δύ­ο δη­μι­ουρ­γί­ες

«Αὐ­τοῦ ἐ­σμεν ποί­η­μα». Οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν εἴ­μα­στε δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῆς τύ­χης, κά­ποι­ας τυ­φλῆς μοί­ρας, κα­τα­δι­κα­σμέ­να νὰ ζοῦν μέ­σα σὲ βά­σα­να καὶ θλί­ψεις. Εἴ­μα­στε δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ μό­νου ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ. Μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θε­ὸς «ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος», ἀ­πὸ τὸ μη­δέν. Καὶ μᾶς ἔ­πλα­σε ἐ­πει­δὴ ἐ­λεύ­θε­ρα τὸ θέ­λη­σε, ἀ­πὸ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη, γιὰ νὰ ζοῦ­με αἰ­ώ­νια εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι κον­τά Του.

Ὡ­στό­σο, σύμ­φω­να μὲ τοὺς ἱ­ε­ροὺς ἑρ­μη­νευ­τές, ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος στὸ πα­ρα­πά­νω χω­ρί­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως στὴν ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­α μας. Ὁ Θε­ός, ὅ­πως ἤ­δη εἴ­πα­με, ἀ­πὸ τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη Του δὲν πα­ρέ­βλε­ψε τὸ ἐ­ξα­χρει­ω­μέ­νο κτί­σμα Του, ἀλ­λὰ οἰ­κο­νό­μη­σε τὴ σω­τη­ρί­α μας, τὴν ἀ­να­γέν­νη­σή μας διὰ τοῦ Υἱ­οῦ Του.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος σχο­λιά­ζει σχε­τι­κά: Πραγ­μα­τι­κὰ πρό­κει­ται γιὰ ἄλ­λη δη­μι­ουρ­γί­α. Μᾶς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὸ μὴ ὂν στὸ εἶ­ναι, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη. Ὡς πρὸς αὐ­τὸ ποὺ ἤ­μα­σταν πρίν, πε­θά­να­με, πέ­θα­νε δη­λα­δὴ ὁ πα­λαι­ὸς ἄν­θρω­πος μέ­σα μας· καὶ γί­να­με αὐ­τὸ ποὺ δὲν ἤ­μα­σταν. Ἄ­ρα δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι αὐ­τό, καὶ δη­μι­ουρ­γί­α ἄ­ξια με­γα­λύ­τε­ρης τι­μῆς ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη. Δι­ό­τι ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη δη­μι­ουρ­γί­α ἀ­πο­κτή­σα­με τὴ ζω­ή, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη «τὸ κα­λῶς ζῆν», τὴν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ζω­ή(*).

2. η νέ­α ζω­ή: κοι­νω­νί­α μΕ τΟν Χρι­στΟ

Ἀλ­λὰ ποι­ὰ εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ και­νούρ­για, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη ζω­ή; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση βρί­σκε­ται στὸ κεί­με­νο τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ μας Ἀ­να­γνώ­σμα­τος: «κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ». Εἴ­μα­στε ἀ­να­δη­μι­ουρ­γη­μέ­νοι γιὰ νὰ ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὸν Χρι­στό. Ἡ νέ­α ζω­ὴ εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Χρι­στό, καὶ δι᾿ Αὐ­τοῦ μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, μὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα! Πό­τε ἔ­γι­νε δυ­να­τὸν αὐ­τό; Τό­τε, μὲ τὸ ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου· ἀ­πὸ τό­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἡ ὁ­ποί­α προ­χω­ρᾶ μέ­σα στοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ ἀ­να­και­νί­ζει τὸν πα­λι­ω­μέ­νο κό­σμο, συν­δέ­ει μὲ τὸν Χρι­στὸ ὅ­ποι­α ψυ­χὴ εἰ­λι­κρι­νὰ Τὸν ἀ­να­ζη­τᾶ καὶ Τὸν θέ­λει, πι­στεύ­ει καὶ ὑ­πο­τάσ­σε­ται σ᾿ Αὐ­τόν.

Ὁ σκο­πὸς δὲ αὐ­τῆς τῆς ἑ­νώ­σε­ώς μας μὲ τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι τὰ ἀ­γα­θὰ ἔρ­γα. Μᾶς ἀ­να­γέν­νη­σε «ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς», ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, γι᾿ αὐ­τὰ μᾶς προ­ε­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός, ὥ­στε νὰ πο­ρευ­θοῦ­με μὲ αὐ­τὰ καὶ ἔ­τσι νὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴ Βα­σι­λεί­α Του.

Ἡ σω­τη­ρί­α μας εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος. Ἡ ἀρ­χὴ τῆς σω­τη­ρί­ας μας ἀ­νή­κει στὸν Θε­ό. Ἐ­κεῖ­νος θέ­λη­σε. Καὶ Ἐ­κεῖ­νος τὴν ἐρ­γά­στη­κε. Ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­να­γεν­νη­θοῦ­με ἀ­πὸ μό­νοι μας, νὰ ση­κω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση μας μὲ τὶς δι­κές μας δυ­νά­μεις. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ νέ­α ζω­ὴ εἶ­ναι ζω­ὴ τῆς Χά­ρι­τος. Ἔγ­κει­ται στὴ σύν­δε­ση καὶ στὴν ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρη ἕ­νω­σή μας μὲ τὸν Κύ­ριο μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καὶ τὸ τέ­λος; Πά­λι τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος. Ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τῆς θε­ο­κοι­νω­νί­ας! Ὀ­φεί­λου­με βα­θιὰ εὐ­γνω­μο­σύ­νη στὸν Κύ­ριο γιὰ τὶς ἀ­σύλ­λη­πτες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του καὶ ἔμ­πρα­κτη ἐκ­δή­λω­σή της μὲ τὴ ζω­ὴ τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὥ­στε νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς νὰ ζή­σου­με τὴ μό­νη ἀ­λη­θι­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, στοὺς ἀ­πέ­ραν­τους αἰ­ῶ­νες.

(*) «Ὄν­τως κτί­σις ἑ­τέ­ρα ἐ­στίν· ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος εἰς τὸ εἶ­ναι πα­ρή­χθη­μεν. Ὅ­περ ἦ­μεν πρό­τε­ρον, ἀ­πε­θά­νο­μεν, του­τέ­στιν, ὁ πα­λαι­ὸς ἄν­θρω­πος· ὅ­περ οὐκ ἦ­μεν πρό­τε­ρον, ἐ­γε­νό­με­θα. Ἄ­ρα κτί­σις τὸ πρᾶγμά ἐ­στι, καὶ τῆς ἑ­τέ­ρας τι­μι­ω­τέ­ρα· ἐξ ἐ­κε­ί­νης μὲν γὰρ τὸ ζῆν, ἐκ δὲ τα­ύ­της τὸ κα­λῶς ζῆν ἡ­μῖν πε­ρι­γέ­γο­νεν» (Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, Ὁ­μι­λί­α Δ´ εἰς τὴν πρὸς Ἐ­φε­σί­ους ἐ­πι­στο­λήν, § γ´, PG 62, 34).

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλούσιος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λιᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σιον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.     

 (Λουκ. ι­η΄[18] 18 – 27)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου